Του Blake Clayton, Foreign Affairs
Με τις τιμές της βενζίνης να βρίσκονται στα ύψη, βγήκαν τα μεγάλα μαχαίρια εναντίον των κερδοσκόπων στην πετρελαϊκή αγορά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι ανησυχούν ότι ο πόνος του καταναλωτή στην αντλία βενζίνης ενδέχεται να τους προκαλέσει πόνο στην κάλπη αυτό το φθινόπωρο. Τον περασμένο μήνα, δεκάδες Δημοκρατικοί στη Βουλή και τη Γερουσία απέστειλαν επιστολή προς την Commodity Futures Trading Commission (Επιτροπή για την Αγορά Παραγώγων στα Εμπορεύματα, CFTC) επικρίνοντας τις ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές για την αποτυχία τους να αστυνομεύσουν ικανοποιητικά τις ενεργειακές αγορές, υπονοώντας ότι υπαίτια για την αύξηση του κόστους της βενζίνης είναι η Wall Street. Ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ζήτησε από τον Γενικό Εισαγγελέα Eric Holder να «δώσει προσοχή στο ενδεχόμενο κερδοσκοπίας στις αγορές πετρελαίου» και να ανασυστήσει μια ομάδα εργασίας για να διερευνήσει κατά πόσον η Wall Street καθοδηγεί τεχνητά τις τιμές του πετρελαίου. Οι κινήσεις αυτές αντικατοπτρίζουν την λαϊκή άποψη ότι η απερίσκεπτη κερδοσκοπία στις χρηματοπιστωτικές αγορές εκτινάσσει τις τιμές λιανικής της βενζίνης πολύ πέρα από ό, τι επιβάλλουν η προσφορά και η ζήτηση. Μια δημοσκόπηση του CNN διαπίστωσε ότι 59% των Αμερικανών πιστεύουν ότι οι «κερδοσκόποι και άλλοι επενδυτές που αγοράζουν και πωλούν το πετρέλαιο στις χρηματοπιστωτικές αγορές» έχουν «μεγάλη» ευθύνη για την άνοδο των τιμών της βενζίνης που σημειώθηκε την περασμένη άνοιξη.
Αυτό που οι επικριτές χλευαστικά αναφέρουν ως «κερδοσκοπία στην αγορά πετρελαίου» είναι πολύ συχνά μια νεφελώδης, επιθετική γενικολογία με στόχο να υπενθυμίσει την παράνομη κερδοσκοπία από οικονομικούς μεγιστάνες σε βάρος της υπόλοιπης χώρας. Αλλά το να αποδίδεται η ευθύνη για τις υψηλές τιμές του πετρελαίου στους κερδοσκόπους είναι λαϊκισμός δια συνθημάτων, δεν αποτελεί σοβαρή πετρελαϊκή πολιτική. Η Wall Street είναι ο ηθικά και πολιτικά βολικός αποδιοπομπαίος τράγος για τα ενεργειακά δεινά της χώρας - και αυτό είναι λάθος. Η κερδοσκοπία στην αγορά πετρελαίου, όταν υπόκειται στους σωστούς κανόνες, βοηθά τις τιμές της ενέργειας να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στις μεταβολές της προσφοράς και της ζήτησης, ωφελώντας αυτούς που παράγουν αλλά και εκείνους που καταναλώνουν ενέργεια, καθώς και την οικονομία εν γένει.
Στα δημοφιλή μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο όρος «κερδοσκοπία» τείνει να αναφέρεται σε διάφορα είδη δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στην αγορά πετρελαίου. Το πρώτο είναι η αγορά και πώληση προθεσμιακών συμβολαίων, τα οποία είναι χρηματοοικονομικοί τίτλοι που δίνουν στους κατόχους τους το δικαίωμα να αγοράσουν ή να πουλήσουν μια συγκεκριμένη ποσότητα πετρελαίου σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Αερογραμμές, παραγωγοί πετρελαίου και διυλιστήρια χρησιμοποιούν τις χρηματοπιστωτικές αγορές για να αντισταθμίσουν έντονες διακυμάνσεις των τιμών. Αυτό είναι λογικό: με την εξασφάλιση του δικαιώματος να παραλαμβάνουν ή να ξεφορτώνουν πετρέλαιο στο μέλλον σε καθορισμένη τιμή, αυτές οι εταιρείες είναι σε θέση να προστατεύσουν τους δικούς τους ισολογισμούς. Όμως, οι ανάγκες των επιχειρήσεων που καταναλώνουν πετρέλαιο και εκείνων που το παράγουν συχνά δεν ταιριάζουν. Χρηματοοικονομικοί οίκοι που επιχειρούν στις αγορές προθεσμιακών παραγώγων βοηθούν να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ αυτών των εταιρειών, αναλαμβάνοντας το ρίσκο από το οποίο οι άλλοι θέλουν απελπισμένα να απαλλαγούν. Αν αυτοί οι κερδοσκόποι σταματήσουν να λειτουργούν, τότε θα πληγούν περισσότερο οι επιχειρήσεις στην Main Street (σ.σ.: λογοπαίγνιο για τη συνήθεια να ονομάζεται Κεντρική Οδός ο εμπορικότερος δρόμος σε πολλές μικρές και μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ) και όχι στη Wall Street.
Μια δεύτερη κοινή μορφή κερδοσκοπίας στην αγορά πετρελαίου είναι οι προληπτικές αγορές από εταιρείες που βασίζονται στην πρόσβαση στο πετρέλαιο και φοβούνται μια διακοπή του εφοδιασμού στο μέλλον. Αυτό το είδος της κερδοσκοπίας, η οποία μπορεί να προκαλέσει αύξηση στις τιμές του πετρελαίου, λειτουργεί ως μια μορφή εξασφάλισης, τόσο για τις επιχειρήσεις που απειλούνται όσο και για την οικονομία γενικότερα. Επίσης, μειώνει τον κίνδυνο για μια ακραία άνοδο των τιμών αργότερα - ή ακόμη χειρότερα, μια τρομερή έλλειψη βενζίνης – μετριάζοντας τη ζήτηση και φέρνοντας προς τα εμπρός περισσότερες προμήθειες. Αντιμετωπίζοντας την αβεβαιότητα, οι εταιρείες είναι σοφό να σπεύδουν να εξασφαλίσουν το πετρέλαιο που θέλουν να χρησιμοποιήσουν στο μέλλον. Εάν οι επιχειρήσεις δεν δημιουργήσουν ένα «μαξιλάρι» στα αποθέματά τους, μια διακοπή θα μπορούσε να σημάνει καταστροφή για τους ίδιους και τους πελάτες τους. Επιπλέον, η σχετικά σταδιακή αύξηση των τιμών που δημιουργεί η προληπτική αγορά ποσοτήτων πετρελαίου είναι πολύ καλύτερη για την οικονομία από την εναλλακτική λύση: οι τιμές να πετούν στα ύψη σε μια αγορά πετρελαίου που βρέθηκε ανέτοιμη σε μια εντελώς απρόβλεπτη διακοπή εφοδιασμού καυσίμων.
Ένα άλλο είδος κερδοσκοπίας, την οποία πολλοί βρίσκουν ακόμα πιο απαράδεκτη, είναι η ανταλλαγή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και άλλα περίπλοκα παράγωγα μεταξύ επιχειρήσεων που ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσουν πραγματικά πετρέλαιο, όπως είναι τα hedge funds και τα άλλα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτό το είδος των συναλλαγών έχει αυξηθεί σημαντικά κατά την τελευταία δεκαετία. Περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται σε έναν τύπο επενδυτικού οχήματος, τους δείκτες εμπορευμάτων, έχουν διογκωθεί από μόλις 13 δισεκατομμύρια δολάρια το 2004 σε περισσότερα από 200 δισ. σήμερα. Όμως, παρά τις προσπάθειες των πολιτικών να καθοδηγήσουν αυτή την ροή κεφαλαίων με μία πληθώρα ελέγχων από ειδικούς ελεγκτές και ρυθμιστικές Αρχές, δεν υπάρχει οριστική απόδειξη ότι αυτά τα κερδοσκοπικά κεφάλαια έχουν προκαλέσει απόκλιση για μεγάλο χρονικό διάστημα στις λιανικές τιμές των καυσίμων από όσο η προσφορά και η ζήτηση θα δικαιολογούσαν.
Κερδοσκοπικά «στοιχήματα» στις προθεσμιακές αγορές μπορεί θεωρητικά να επηρεάσουν τη ροή του πετρελαίου, αλλά η αγορά επιβάλλει τη δική της μορφή πειθαρχίας αρκετά καλά. Εάν οι επενδυτές πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι το Ιράν θα μπορούσε να κλείσει τα στενά του Ορμούζ αυτό το καλοκαίρι θα μπορούσαν να τοποθετήσουν τα στοιχήματά τους υπέρ μιας αύξησης στις τιμές του πετρελαίου τον Αύγουστο, ανεβάζοντας έτσι την τιμή του αργού τον ίδιο μήνα. Στη θεωρία, οι προσδοκίες της αγοράς θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις εταιρείες πετρελαίου να ελέγξουν την παραγωγή, να αποθηκεύσουν πετρέλαιο αντί να το προωθήσουν στην αγορά, ή να διατάξουν τα δεξαμενόπλοιά τους να καθυστερήσουν καθ' οδόν προς την παράδοση, εν αναμονή υψηλότερων τιμών. Ωστόσο, αν μια εταιρεία πετρελαίου επρόκειτο να αποφασίσει για κερδοσκοπικούς λόγους να κρατήσει λίγο πετρέλαιο σε περίπτωση μελλοντικής διακοπής και αποδεδειχθεί ότι είχε δίκιο, αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να αποβεί θετικά για τους καταναλωτές. Η απόφαση να περιμένει θα καταλήξει να ανακουφίσει την έλλειψη καυσίμων όταν συμβεί, κάτι το οποίο θα μειώσει τις τιμές σε ώρα ανάγκης. Από την άλλη πλευρά, αν η πρόβλεψη της εταιρείας αποδειχθεί ότι ήταν λάθος και οι τιμές δεν αυξηθούν όπως αναμενόταν, ή ακόμη και μειωθούν, η εταιρεία θα αναγκαστεί να ξεφορτώσει το πετρέλαιο για λιγότερο από όσο θα έπρεπε σε διαφορετική περίπτωση, μειώνοντας επίσης τις τιμές κατά τη διαδικασία αυτή. Επειδή η εταιρεία θα μπορούσε να χάσει και χρήματα από τη λανθασμένη πρόβλεψή της, η αγορά την αποθαρρύνει από την ανάληψη ενός τέτοιου ρίσκου. Καμία από αυτές τις εκτιμήσεις δεν ισχύουν εάν, όπως λένε κάποιοι πολιτικοί, οι εταιρείες πετρελαίου ή οι κερδοσκόποι χειραγωγούν την αγορά με το να συσσωρεύουν πετρέλαιο ή αν συνεννοούνται μεταξύ τους σε μια προσπάθεια να επωφεληθούν από τις υψηλότερες τιμές των καυσίμων σε δεύτερο χρόνο. Αλλά, δεδομένης της απεραντοσύνης της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου, μια τέτοια συνωμοσία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τραβήξει μακριά και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει.
Για να αντιληφθεί κανείς γιατί οι κερδοσκοπικές συναλλαγές δεν σημαίνουν οδυνηρά υψηλότερες τιμές, ας δει την αγορά φυσικού αερίου. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ήταν ακόμη πιο ενεργές σε αυτή την αγορά από όσο στην αγορά πετρελαίου. Περισσότερο ή λιγότερο καθαρά κερδοσκοπικοί επενδυτές κατείχαν το 60% των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) του φυσικού αερίου που διαπραγματεύονταν στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων της ΝέαςΥόρκης (NYMEX) το Φεβρουάριο, σε σύγκριση με μόνο το 47% των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης για του West Texas Intermediate, μια ποικιλίας αργού πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς στην τιμολόγηση των καυσίμων. Αλλά τίποτα από αυτά δεν οδήγησε τις τιμές του φυσικού αερίου υψηλότερα. Στην πραγματικότητα, οι τιμές στην αγορά αυτή βούτηξαν σε χαμηλό δεκαετίας την περασμένη εβδομάδα στο ΝΥΜΕΧ. Χάρη στις νέες τεχνικές γεωτρήσεων, όπως η υδραυλική διάρρηξη, οι Ηνωμένες Πολιτείες κολυμπούν σε φυσικό αέριο, και μια κορεσμένη αγορά στέλνει τις τιμές να πέφτουν κατακόρυφα. Οι κερδοσκόποι που αναγνώρισαν ότι η αγορά ήταν εκτός ισορροπίας, ενεργοποίησαν, δεν εμπόδισαν αυτή την πτώση τιμών.
Με την ίδια λογική, οι εξαιρετικά υψηλές τιμές βενζίνης αντικατοπτρίζουν μια παγκόσμια αγορά πετρελαίου που αντιμετωπίζει σοβαρές πιέσεις και ιστορική αβεβαιότητα. Οι κυρώσεις κατά του Ιράν περικόπτουν τις εξαγωγές πετρελαίου της χώρας, ενώ η συζήτηση για στρατιωτική δράση έχει φτάσει σε κορύφωση. Η αναταραχή από την Αραβική Άνοιξη συνεχίζει να σιγοβράζει. Απρόβλεπτες διακοπές στην παραγωγή πετρελαίου σε όλο τον κόσμο, από τη Νότιο Σουδάν ως τη Συρία και τη Βόρεια Θάλασσα, στεγνώνουν την αγορά αργού πετρελαίου. Το περιθώριο μεταξύ του πόσο πετρέλαιο παράγεται στον κόσμο αυτή τη στιγμή και πόσο θα είναι σε θέση να παραχθεί, έχει γίνει οδυνηρά στενό. Εν τω μεταξύ, μια επιθυμητή οικονομική ανάκαμψη στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, έχει προκαλέσει αναζωπύρωση της παγκόσμιας ζήτησης. Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, τα αποθέματα πετρελαίου στις μεγάλες δυτικές χώρες είναι κάτω από τον μέσον όρο πενταετίας για έβδομο συνεχή μήνα. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι λόγω των επικίνδυνων συνθηκών στην αγορά ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) προειδοποίησε αρκετές εβδομάδες πριν για μια «δύσκολη διαδρομή» των τιμών του πετρελαίου στο μέλλον.
Υπό το πρίσμα αυτού του πολύπλοκου περιβάλλοντος, δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι οι τιμές του πετρελαίου έχουν μεγάλη διακύμανση καθώς οι μετέχοντες στην αγορά προσπαθούν να προβλέψουν τι κρύβεται πίσω από τη γωνία. Το να διακρίνει κανείς τη μελλοντική πορεία της προσφοράς και της ζήτησης δεν είναι καθόλου απλό όταν η αγορά είναι ήρεμη, πόσω μάλλον όταν η οικονομική και γεωπολιτική αβεβαιότητα μεγεθύνουν κινδύνους που διαφορετικά θα φαίνονταν απίθανοι. Η αδιαφάνεια της αγοράς πετρελαίου, η οποία μαστίζεται από αποσπασματικά και αντιφατικά στοιχεία, προσιδιάζει με τους κινδύνους της προφητείας. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς ότι οι τιμές θα αντανακλούν καλύτερα εύλογη αξία, ή ότι η οικονομία και οι καταναλωτές θα εξυπηρετούνται καλύτερα αν η κερδοσκοπία στην αγορά πετρελαίου περιοριστεί σημαντικά. Πράγματι, το αντίθετο συμβαίνει.
Φυσικά, υπάρχει το ενδεχόμενο κατάχρησης, όπως υπάρχει σε κάθε αγορά. Το σύστημα τιμολόγησης του πετρελαίου με βάση την αγορά όπως υπάρχει σήμερα, το οποίο τέθηκε σε λειτουργία στα τέλη του 1980, δεν είναι απρόσβλητο από την παράλογη ευφορία ή από μεμονωμένες περιπτώσεις παράνομης δραστηριότητας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να συνεχίσουν να ρυθμίζουν τις αγορές εμπορευμάτων τους. Η CFTC είναι σοφό αργά και μεθοδικά να εξετάσει το πώς θα εφαρμόσει την «πράξη Dodd-Frank» η οποία σχεδιάστηκε εν μέρει για να αυξήσει την διαφάνεια και να βελτιώσει τις τιμές στην αγορά παραγώγων εμπορευμάτων αλλά και να μελετήσει τις επιπτώσεις που αυτή η νέα νομοθεσία θα έχει στο πετρέλαιο.
Αλλά οι επικριτές της κερδοσκοπίας πρέπει να είναι προσεκτικοί στο τι εύχονται. Από πλευράς μέσων για τον προσδιορισμό της εύλογης αξίας ενός βαρελιού πετρελαίου, η αγορά σήμερα είναι πολύ ανώτερη από τα άλλα συστήματα τιμολόγησης που υπάρχουν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη δεκαετία του 1950 και του 1960, στελέχη στις μεγαλύτερες καθετοποιημένες εταιρείες πετρελαίου στον κόσμο απόλαυσαν το προνόμιο της δημιουργίας τιμών αναφοράς για το πετρέλαιο χωρίς να περιορίζονται από θορυβώδεις αγοραπωλησίες μιας ανοικτής αγοράς. Οι διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ ανέλαβαν το προνόμιο της διαχείρισης των τιμών στις αρχές του 1970, το οποίο κράτησαν μέχρι περίπου το 1988, όταν οι συναλλαγές στην αγορά εμπορευμάτων έγιναν η κύρια μέθοδος για την τιμολόγηση του πετρελαίου. Οι κερδοσκόποι της Wall Street δεν βρίσκονταν καθόλου εγγύτερα στην αγορά πετρελαίου κατά τη διάρκεια αυτών των δύο προηγούμενες εποχών από όσο είναι σήμερα, και όμως λίγοι θα επέλεγαν να επιστρέψουν σε αυτές τις πεπαλαιωμένες ρυθμίσεις.
Ήδη από τις ημέρες του Ροκφέλερ, ήταν μια σεβαστή αμερικανική παράδοση οι υψηλές τιμές του πετρελαίου να προκαλούν ανησυχία στους αμερικανούς ψηφοφόρους οι οποίοι δακτυλοδεικτούν πολιτικούς στην Ουάσιγκτον. Αυτές οι εντάσεις απλώς και μόνο ενισχύονται από την κομματική ρητορική σε ένα προεκλογικό έτος. Ο Ομπάμα έχει δίκιο να αντικρούει αδικαιολόγητους ισχυρισμούς ότι αυτός είναι υπεύθυνος για τις περιπέτειες των τιμών της βενζίνης στις ΗΠΑ. Όμως, δεν αξίζει ούτε στους κερδοσκόπους να αποτελούν πλέον ένα στόχο.
* Ο Blake Clayton είναι συνεργάτης για θέματα Ενέργειας και Εθνικής Ασφάλειας στο Council on Foreign Relations. Συμμετέχει στο μπλογκ του CFR “Energy, Security, and Climate”.
(από www.foreignaffairs.gr, 19/04/2012)
http://www.energia.gr/article.asp?art_id=57078
Με τις τιμές της βενζίνης να βρίσκονται στα ύψη, βγήκαν τα μεγάλα μαχαίρια εναντίον των κερδοσκόπων στην πετρελαϊκή αγορά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι ανησυχούν ότι ο πόνος του καταναλωτή στην αντλία βενζίνης ενδέχεται να τους προκαλέσει πόνο στην κάλπη αυτό το φθινόπωρο. Τον περασμένο μήνα, δεκάδες Δημοκρατικοί στη Βουλή και τη Γερουσία απέστειλαν επιστολή προς την Commodity Futures Trading Commission (Επιτροπή για την Αγορά Παραγώγων στα Εμπορεύματα, CFTC) επικρίνοντας τις ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές για την αποτυχία τους να αστυνομεύσουν ικανοποιητικά τις ενεργειακές αγορές, υπονοώντας ότι υπαίτια για την αύξηση του κόστους της βενζίνης είναι η Wall Street. Ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ζήτησε από τον Γενικό Εισαγγελέα Eric Holder να «δώσει προσοχή στο ενδεχόμενο κερδοσκοπίας στις αγορές πετρελαίου» και να ανασυστήσει μια ομάδα εργασίας για να διερευνήσει κατά πόσον η Wall Street καθοδηγεί τεχνητά τις τιμές του πετρελαίου. Οι κινήσεις αυτές αντικατοπτρίζουν την λαϊκή άποψη ότι η απερίσκεπτη κερδοσκοπία στις χρηματοπιστωτικές αγορές εκτινάσσει τις τιμές λιανικής της βενζίνης πολύ πέρα από ό, τι επιβάλλουν η προσφορά και η ζήτηση. Μια δημοσκόπηση του CNN διαπίστωσε ότι 59% των Αμερικανών πιστεύουν ότι οι «κερδοσκόποι και άλλοι επενδυτές που αγοράζουν και πωλούν το πετρέλαιο στις χρηματοπιστωτικές αγορές» έχουν «μεγάλη» ευθύνη για την άνοδο των τιμών της βενζίνης που σημειώθηκε την περασμένη άνοιξη.
Αυτό που οι επικριτές χλευαστικά αναφέρουν ως «κερδοσκοπία στην αγορά πετρελαίου» είναι πολύ συχνά μια νεφελώδης, επιθετική γενικολογία με στόχο να υπενθυμίσει την παράνομη κερδοσκοπία από οικονομικούς μεγιστάνες σε βάρος της υπόλοιπης χώρας. Αλλά το να αποδίδεται η ευθύνη για τις υψηλές τιμές του πετρελαίου στους κερδοσκόπους είναι λαϊκισμός δια συνθημάτων, δεν αποτελεί σοβαρή πετρελαϊκή πολιτική. Η Wall Street είναι ο ηθικά και πολιτικά βολικός αποδιοπομπαίος τράγος για τα ενεργειακά δεινά της χώρας - και αυτό είναι λάθος. Η κερδοσκοπία στην αγορά πετρελαίου, όταν υπόκειται στους σωστούς κανόνες, βοηθά τις τιμές της ενέργειας να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στις μεταβολές της προσφοράς και της ζήτησης, ωφελώντας αυτούς που παράγουν αλλά και εκείνους που καταναλώνουν ενέργεια, καθώς και την οικονομία εν γένει.
Στα δημοφιλή μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο όρος «κερδοσκοπία» τείνει να αναφέρεται σε διάφορα είδη δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στην αγορά πετρελαίου. Το πρώτο είναι η αγορά και πώληση προθεσμιακών συμβολαίων, τα οποία είναι χρηματοοικονομικοί τίτλοι που δίνουν στους κατόχους τους το δικαίωμα να αγοράσουν ή να πουλήσουν μια συγκεκριμένη ποσότητα πετρελαίου σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Αερογραμμές, παραγωγοί πετρελαίου και διυλιστήρια χρησιμοποιούν τις χρηματοπιστωτικές αγορές για να αντισταθμίσουν έντονες διακυμάνσεις των τιμών. Αυτό είναι λογικό: με την εξασφάλιση του δικαιώματος να παραλαμβάνουν ή να ξεφορτώνουν πετρέλαιο στο μέλλον σε καθορισμένη τιμή, αυτές οι εταιρείες είναι σε θέση να προστατεύσουν τους δικούς τους ισολογισμούς. Όμως, οι ανάγκες των επιχειρήσεων που καταναλώνουν πετρέλαιο και εκείνων που το παράγουν συχνά δεν ταιριάζουν. Χρηματοοικονομικοί οίκοι που επιχειρούν στις αγορές προθεσμιακών παραγώγων βοηθούν να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ αυτών των εταιρειών, αναλαμβάνοντας το ρίσκο από το οποίο οι άλλοι θέλουν απελπισμένα να απαλλαγούν. Αν αυτοί οι κερδοσκόποι σταματήσουν να λειτουργούν, τότε θα πληγούν περισσότερο οι επιχειρήσεις στην Main Street (σ.σ.: λογοπαίγνιο για τη συνήθεια να ονομάζεται Κεντρική Οδός ο εμπορικότερος δρόμος σε πολλές μικρές και μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ) και όχι στη Wall Street.
Μια δεύτερη κοινή μορφή κερδοσκοπίας στην αγορά πετρελαίου είναι οι προληπτικές αγορές από εταιρείες που βασίζονται στην πρόσβαση στο πετρέλαιο και φοβούνται μια διακοπή του εφοδιασμού στο μέλλον. Αυτό το είδος της κερδοσκοπίας, η οποία μπορεί να προκαλέσει αύξηση στις τιμές του πετρελαίου, λειτουργεί ως μια μορφή εξασφάλισης, τόσο για τις επιχειρήσεις που απειλούνται όσο και για την οικονομία γενικότερα. Επίσης, μειώνει τον κίνδυνο για μια ακραία άνοδο των τιμών αργότερα - ή ακόμη χειρότερα, μια τρομερή έλλειψη βενζίνης – μετριάζοντας τη ζήτηση και φέρνοντας προς τα εμπρός περισσότερες προμήθειες. Αντιμετωπίζοντας την αβεβαιότητα, οι εταιρείες είναι σοφό να σπεύδουν να εξασφαλίσουν το πετρέλαιο που θέλουν να χρησιμοποιήσουν στο μέλλον. Εάν οι επιχειρήσεις δεν δημιουργήσουν ένα «μαξιλάρι» στα αποθέματά τους, μια διακοπή θα μπορούσε να σημάνει καταστροφή για τους ίδιους και τους πελάτες τους. Επιπλέον, η σχετικά σταδιακή αύξηση των τιμών που δημιουργεί η προληπτική αγορά ποσοτήτων πετρελαίου είναι πολύ καλύτερη για την οικονομία από την εναλλακτική λύση: οι τιμές να πετούν στα ύψη σε μια αγορά πετρελαίου που βρέθηκε ανέτοιμη σε μια εντελώς απρόβλεπτη διακοπή εφοδιασμού καυσίμων.
Ένα άλλο είδος κερδοσκοπίας, την οποία πολλοί βρίσκουν ακόμα πιο απαράδεκτη, είναι η ανταλλαγή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και άλλα περίπλοκα παράγωγα μεταξύ επιχειρήσεων που ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσουν πραγματικά πετρέλαιο, όπως είναι τα hedge funds και τα άλλα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτό το είδος των συναλλαγών έχει αυξηθεί σημαντικά κατά την τελευταία δεκαετία. Περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται σε έναν τύπο επενδυτικού οχήματος, τους δείκτες εμπορευμάτων, έχουν διογκωθεί από μόλις 13 δισεκατομμύρια δολάρια το 2004 σε περισσότερα από 200 δισ. σήμερα. Όμως, παρά τις προσπάθειες των πολιτικών να καθοδηγήσουν αυτή την ροή κεφαλαίων με μία πληθώρα ελέγχων από ειδικούς ελεγκτές και ρυθμιστικές Αρχές, δεν υπάρχει οριστική απόδειξη ότι αυτά τα κερδοσκοπικά κεφάλαια έχουν προκαλέσει απόκλιση για μεγάλο χρονικό διάστημα στις λιανικές τιμές των καυσίμων από όσο η προσφορά και η ζήτηση θα δικαιολογούσαν.
Κερδοσκοπικά «στοιχήματα» στις προθεσμιακές αγορές μπορεί θεωρητικά να επηρεάσουν τη ροή του πετρελαίου, αλλά η αγορά επιβάλλει τη δική της μορφή πειθαρχίας αρκετά καλά. Εάν οι επενδυτές πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι το Ιράν θα μπορούσε να κλείσει τα στενά του Ορμούζ αυτό το καλοκαίρι θα μπορούσαν να τοποθετήσουν τα στοιχήματά τους υπέρ μιας αύξησης στις τιμές του πετρελαίου τον Αύγουστο, ανεβάζοντας έτσι την τιμή του αργού τον ίδιο μήνα. Στη θεωρία, οι προσδοκίες της αγοράς θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις εταιρείες πετρελαίου να ελέγξουν την παραγωγή, να αποθηκεύσουν πετρέλαιο αντί να το προωθήσουν στην αγορά, ή να διατάξουν τα δεξαμενόπλοιά τους να καθυστερήσουν καθ' οδόν προς την παράδοση, εν αναμονή υψηλότερων τιμών. Ωστόσο, αν μια εταιρεία πετρελαίου επρόκειτο να αποφασίσει για κερδοσκοπικούς λόγους να κρατήσει λίγο πετρέλαιο σε περίπτωση μελλοντικής διακοπής και αποδεδειχθεί ότι είχε δίκιο, αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να αποβεί θετικά για τους καταναλωτές. Η απόφαση να περιμένει θα καταλήξει να ανακουφίσει την έλλειψη καυσίμων όταν συμβεί, κάτι το οποίο θα μειώσει τις τιμές σε ώρα ανάγκης. Από την άλλη πλευρά, αν η πρόβλεψη της εταιρείας αποδειχθεί ότι ήταν λάθος και οι τιμές δεν αυξηθούν όπως αναμενόταν, ή ακόμη και μειωθούν, η εταιρεία θα αναγκαστεί να ξεφορτώσει το πετρέλαιο για λιγότερο από όσο θα έπρεπε σε διαφορετική περίπτωση, μειώνοντας επίσης τις τιμές κατά τη διαδικασία αυτή. Επειδή η εταιρεία θα μπορούσε να χάσει και χρήματα από τη λανθασμένη πρόβλεψή της, η αγορά την αποθαρρύνει από την ανάληψη ενός τέτοιου ρίσκου. Καμία από αυτές τις εκτιμήσεις δεν ισχύουν εάν, όπως λένε κάποιοι πολιτικοί, οι εταιρείες πετρελαίου ή οι κερδοσκόποι χειραγωγούν την αγορά με το να συσσωρεύουν πετρέλαιο ή αν συνεννοούνται μεταξύ τους σε μια προσπάθεια να επωφεληθούν από τις υψηλότερες τιμές των καυσίμων σε δεύτερο χρόνο. Αλλά, δεδομένης της απεραντοσύνης της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου, μια τέτοια συνωμοσία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τραβήξει μακριά και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει.
Για να αντιληφθεί κανείς γιατί οι κερδοσκοπικές συναλλαγές δεν σημαίνουν οδυνηρά υψηλότερες τιμές, ας δει την αγορά φυσικού αερίου. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ήταν ακόμη πιο ενεργές σε αυτή την αγορά από όσο στην αγορά πετρελαίου. Περισσότερο ή λιγότερο καθαρά κερδοσκοπικοί επενδυτές κατείχαν το 60% των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) του φυσικού αερίου που διαπραγματεύονταν στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων της ΝέαςΥόρκης (NYMEX) το Φεβρουάριο, σε σύγκριση με μόνο το 47% των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης για του West Texas Intermediate, μια ποικιλίας αργού πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς στην τιμολόγηση των καυσίμων. Αλλά τίποτα από αυτά δεν οδήγησε τις τιμές του φυσικού αερίου υψηλότερα. Στην πραγματικότητα, οι τιμές στην αγορά αυτή βούτηξαν σε χαμηλό δεκαετίας την περασμένη εβδομάδα στο ΝΥΜΕΧ. Χάρη στις νέες τεχνικές γεωτρήσεων, όπως η υδραυλική διάρρηξη, οι Ηνωμένες Πολιτείες κολυμπούν σε φυσικό αέριο, και μια κορεσμένη αγορά στέλνει τις τιμές να πέφτουν κατακόρυφα. Οι κερδοσκόποι που αναγνώρισαν ότι η αγορά ήταν εκτός ισορροπίας, ενεργοποίησαν, δεν εμπόδισαν αυτή την πτώση τιμών.
Με την ίδια λογική, οι εξαιρετικά υψηλές τιμές βενζίνης αντικατοπτρίζουν μια παγκόσμια αγορά πετρελαίου που αντιμετωπίζει σοβαρές πιέσεις και ιστορική αβεβαιότητα. Οι κυρώσεις κατά του Ιράν περικόπτουν τις εξαγωγές πετρελαίου της χώρας, ενώ η συζήτηση για στρατιωτική δράση έχει φτάσει σε κορύφωση. Η αναταραχή από την Αραβική Άνοιξη συνεχίζει να σιγοβράζει. Απρόβλεπτες διακοπές στην παραγωγή πετρελαίου σε όλο τον κόσμο, από τη Νότιο Σουδάν ως τη Συρία και τη Βόρεια Θάλασσα, στεγνώνουν την αγορά αργού πετρελαίου. Το περιθώριο μεταξύ του πόσο πετρέλαιο παράγεται στον κόσμο αυτή τη στιγμή και πόσο θα είναι σε θέση να παραχθεί, έχει γίνει οδυνηρά στενό. Εν τω μεταξύ, μια επιθυμητή οικονομική ανάκαμψη στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, έχει προκαλέσει αναζωπύρωση της παγκόσμιας ζήτησης. Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, τα αποθέματα πετρελαίου στις μεγάλες δυτικές χώρες είναι κάτω από τον μέσον όρο πενταετίας για έβδομο συνεχή μήνα. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι λόγω των επικίνδυνων συνθηκών στην αγορά ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) προειδοποίησε αρκετές εβδομάδες πριν για μια «δύσκολη διαδρομή» των τιμών του πετρελαίου στο μέλλον.
Υπό το πρίσμα αυτού του πολύπλοκου περιβάλλοντος, δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι οι τιμές του πετρελαίου έχουν μεγάλη διακύμανση καθώς οι μετέχοντες στην αγορά προσπαθούν να προβλέψουν τι κρύβεται πίσω από τη γωνία. Το να διακρίνει κανείς τη μελλοντική πορεία της προσφοράς και της ζήτησης δεν είναι καθόλου απλό όταν η αγορά είναι ήρεμη, πόσω μάλλον όταν η οικονομική και γεωπολιτική αβεβαιότητα μεγεθύνουν κινδύνους που διαφορετικά θα φαίνονταν απίθανοι. Η αδιαφάνεια της αγοράς πετρελαίου, η οποία μαστίζεται από αποσπασματικά και αντιφατικά στοιχεία, προσιδιάζει με τους κινδύνους της προφητείας. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς ότι οι τιμές θα αντανακλούν καλύτερα εύλογη αξία, ή ότι η οικονομία και οι καταναλωτές θα εξυπηρετούνται καλύτερα αν η κερδοσκοπία στην αγορά πετρελαίου περιοριστεί σημαντικά. Πράγματι, το αντίθετο συμβαίνει.
Φυσικά, υπάρχει το ενδεχόμενο κατάχρησης, όπως υπάρχει σε κάθε αγορά. Το σύστημα τιμολόγησης του πετρελαίου με βάση την αγορά όπως υπάρχει σήμερα, το οποίο τέθηκε σε λειτουργία στα τέλη του 1980, δεν είναι απρόσβλητο από την παράλογη ευφορία ή από μεμονωμένες περιπτώσεις παράνομης δραστηριότητας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να συνεχίσουν να ρυθμίζουν τις αγορές εμπορευμάτων τους. Η CFTC είναι σοφό αργά και μεθοδικά να εξετάσει το πώς θα εφαρμόσει την «πράξη Dodd-Frank» η οποία σχεδιάστηκε εν μέρει για να αυξήσει την διαφάνεια και να βελτιώσει τις τιμές στην αγορά παραγώγων εμπορευμάτων αλλά και να μελετήσει τις επιπτώσεις που αυτή η νέα νομοθεσία θα έχει στο πετρέλαιο.
Αλλά οι επικριτές της κερδοσκοπίας πρέπει να είναι προσεκτικοί στο τι εύχονται. Από πλευράς μέσων για τον προσδιορισμό της εύλογης αξίας ενός βαρελιού πετρελαίου, η αγορά σήμερα είναι πολύ ανώτερη από τα άλλα συστήματα τιμολόγησης που υπάρχουν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη δεκαετία του 1950 και του 1960, στελέχη στις μεγαλύτερες καθετοποιημένες εταιρείες πετρελαίου στον κόσμο απόλαυσαν το προνόμιο της δημιουργίας τιμών αναφοράς για το πετρέλαιο χωρίς να περιορίζονται από θορυβώδεις αγοραπωλησίες μιας ανοικτής αγοράς. Οι διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ ανέλαβαν το προνόμιο της διαχείρισης των τιμών στις αρχές του 1970, το οποίο κράτησαν μέχρι περίπου το 1988, όταν οι συναλλαγές στην αγορά εμπορευμάτων έγιναν η κύρια μέθοδος για την τιμολόγηση του πετρελαίου. Οι κερδοσκόποι της Wall Street δεν βρίσκονταν καθόλου εγγύτερα στην αγορά πετρελαίου κατά τη διάρκεια αυτών των δύο προηγούμενες εποχών από όσο είναι σήμερα, και όμως λίγοι θα επέλεγαν να επιστρέψουν σε αυτές τις πεπαλαιωμένες ρυθμίσεις.
Ήδη από τις ημέρες του Ροκφέλερ, ήταν μια σεβαστή αμερικανική παράδοση οι υψηλές τιμές του πετρελαίου να προκαλούν ανησυχία στους αμερικανούς ψηφοφόρους οι οποίοι δακτυλοδεικτούν πολιτικούς στην Ουάσιγκτον. Αυτές οι εντάσεις απλώς και μόνο ενισχύονται από την κομματική ρητορική σε ένα προεκλογικό έτος. Ο Ομπάμα έχει δίκιο να αντικρούει αδικαιολόγητους ισχυρισμούς ότι αυτός είναι υπεύθυνος για τις περιπέτειες των τιμών της βενζίνης στις ΗΠΑ. Όμως, δεν αξίζει ούτε στους κερδοσκόπους να αποτελούν πλέον ένα στόχο.
* Ο Blake Clayton είναι συνεργάτης για θέματα Ενέργειας και Εθνικής Ασφάλειας στο Council on Foreign Relations. Συμμετέχει στο μπλογκ του CFR “Energy, Security, and Climate”.
(από www.foreignaffairs.gr, 19/04/2012)
http://www.energia.gr/article.asp?art_id=57078
No comments:
Post a Comment