http://www.energia.gr/article.asp?art_id=65337
Καθώς έκλεινε το 2012 την περασμένη Δευτέρα η τιμή του Brent στο ICE στο Λονδίνο εκινείτο ανοδικά στα $111.00 το βαρέλι αψηφώντας για μια ακόμη φορά τους βασικούς κανόνες προσφοράς και ζήτησης που διέπουν τα θεμελιώδη της αγοράς. Γιατί σύμφωνα με πολλούς αναλυτές η εμμονή των διεθνών τιμών στην ζώνη των $110 το βαρέλι κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους που πέρασε, ακούγεται ως παραφωνία σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αστάθεια, με προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη το 2013 να κινούνται στο αναιμικό επίπεδο των 3.6% (σε σύγκριση με 3.26% το 2012) και την ευρωζώνη να συνεχίζει ν’ αποτελεί πονοκέφαλό και πηγή έντονης ανησυχίας και προβληματισμού.
Με μια προβλεπόμενη οριακά αυξημένη παγκόσμια ζήτηση για το τρέχον έτος στα 90.60 εκατ. βαρέλια ανά ημέρα, σε σύγκριση με τα 89.69 εκατ. βαρέλια του 2012, και της εφεδρικής παραγωγικής ικανότητας του OPEC να κινείται ανοδικά στα 4.64 εκατ. βαρέλια/ημέρα (σε σύγκριση με 3.65 εκατ. βαρέλια την ημέρα για το 2012), οι διεθνείς τιμές θα έπρεπε να κινούνται μάλλον καθοδικά. Αντ΄ αυτού παρατηρούμε ότι έχουν βρει ένα σημείο ισορροπίας ενώ σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για το 2012 η μέση τιμή της ποικιλίας Brent, το οποίο έχει αναδειχθεί ως το παγκόσμιο benchmark, έκλεισε στα $111.50 δολάρια το βαρέλι, σε σύγκριση με $110.90 το 2011, σημειώνοντας ιστορικό παγκόσμιο ρεκόρ. Οι υψηλές αυτές τιμές των δυο τελευταίων ετών εξηγούν εν μέρει γιατί έχουμε βιώσει και εξακολουθούμε να βιώνουμε μια υποχώρηση της παγκόσμιας ανάπτυξης η οποία έδειχνε ν’ ανακάπτει μετά την κρίση το 2008.
Βέβαια, όπως έχουμε μέσα από την στήλη εξηγήσει και στο παρελθόν, οι διεθνείς τιμές του αργού επιδεικνύουν με ιδιαίτερη ευαισθησία στους γεωπολιτικούς παράγοντες οι οποίοι με τον ένα ή άλλο τρόπο ήσαν παρόντες το Β’ εξάμηνο του 2012. Η φονική επίθεση κατά του Αμερικανού πρέσβη στην Λιβύη Christopher Stevens στις 11 Σεπτεμβρίου, οι πολύνεκρες ταραχές που ακολούθησαν σε Λιβύη, Αίγυπτο και Υεμένη και η συνεχιζόμενη αιματοχυσία στην Συρία, με το καθεστώς Άσαντ να δίδει μάχη επιβίωσης και η ολιγοήμερη διένεξη μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς τον Νοέμβριο, ενίσχυσαν τις τάσεις γεωπολιτικής αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής δρώντας ενισχυτικά στην διαμόρφωση των διεθνών τιμών πετρελαίου. Οι δε απειλές της κυβέρνησης του Ισραήλ καθ’ όλο το 2012 περί πιθανής αεροπορικής επιδρομής στο Ιράν για καταστροφή του πυρηνικού του προγράμματος ενίσχυσαν περαιτέρω το κλίμα ανησυχίας και αστάθειας.
Πέρα από τους ανωτέρω γεωπολιτικούς παράγοντες στις ανοδικές πιέσεις στην τιμή του αργού συνέβαλλε και η απόφαση του US Federal Reserve τον περασμένο Αυγούστο για ένα τρίτο γύρο νομισματικής χαλάρωσης (quantitative easing) το οποίο σημαίνει την άμεση διοχέτευση μεγάλης ρευστότητας στις Αμερικάνικες τράπεζες και άρα την τόνωση της αναπτυξιακής δυναμικής της Αμερικανικής οικονομίας, το οποίο μεθερμηνευόμενο σε πετρελαϊκούς όρους οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αύξηση της ζήτησης. Οι αγορές κατέγραψαν αυτήν την κίνηση και έσπευσαν να αγοράσουν συμβόλαια και φορτία αργού προεξοφλώντας ακόμα μεγαλύτερη άνοδο των τιμών αποβλέποντας σε σημαντικά κέρδη. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλλε και το ράλι των Ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων, στον απόηχο της απόφασης Mario Draghi της ΕΚΤ για απεριόριστη αγορά ομολόγων χωρών της Ευρωζώνης που πλήττονται από την οικονομική κρίση (Outright Monetary Transactions – OMT) αλλά και της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας για την εγκυρότητα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), παράγοντες που οδήγησαν σε σχετική ευφορία και στην ενίσχυση του ευρώ έναντι του δολαρίου, με την σχέση ευρώ/δολαρίου στις 28/12 να φθάνει το $ 1,3227 με το ευρώ να ανακτά σημαντικό μέρος των απωλειών των τελευταίων μηνών. Και ως γνωστό όταν ενισχύεται το ευρώ έναντι του δολαρίου επηρεάζει προς τα άνω τις τιμές του αργού.
Οι τρέχουσες εξελίξεις, τόσο στο πολιτικοοικονομικό όσο και στο γεωπολιτικό επίπεδο, δείχνουν ότι έχουμε εισέλθει για τα καλά σε μια ακόμη περίοδο ακριβού πετρελαίου. Είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο, αν όχι επιπόλαιο, να προχωρήσουμε σε οποιεσδήποτε μακροπρόθεσμες προβλέψεις για την τιμή του πετρελαίου για τον χρόνο που τώρα ξεκίνησε. Όμως αυτό που μπορούμε μετά βεβαιότητας να παρατηρήσουμε είναι ότι οι παραγωγοί, κυρίως ο OPEC και η Ρωσία, θα καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για διατήρηση των τιμών άνω των $100 το βαρέλι, εκτιμώντας ότι οι αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία από την επικράτηση υψηλών τιμών έχουν στο μεγαλύτερο μέρος τους απορροφηθεί, και ότι οι επιπτώσεις στην ανάπτυξη δεν θα είναι καταστροφικές οδηγώντας για μια ακόμη φορά σε στασιμοπληθωρισμό όπως συνέβη την δεκαετία του 1980. Ο δε OPEC έχοντας ανακτήσει ένα σημαντικό περιθώριο της εφεδρικής παραγωγικής ικανότητας του δείχνει ότι έχει την διάθεση και την ικανότητα αυξομείωσης της παραγωγής του προκειμένου να επιτύχει τις τιμές που επιθυμεί.
Με τις υψηλές τιμές αργού να προβλέπονται διατηρήσιμες σε μεσοπρόθεσμη βάση το ερώτημα τίθεται μετ’ επιτάσεως για το τι θα πράξουν πετρελαιοεισαγωγικές χώρες όπως η Ελλάδα η οποία εισάγει σήμερα το 99,5% των πετρελαϊκών της αναγκών με το ενεργειακό της ισοζύγιο να εξαρτάται κατά 64% από το πετρέλαιο. Είναι προφανές ότι η χώρα θα πρέπει επιτέλους να βρει τρόπους να μειώσει τα υπέρογκα ποσά που πληρώνει κάθε χρόνο για αγορές αργού ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση θα πρέπει να κινηθεί τάχιστα και να εκμεταλλευθεί το διεθνές ενδιαφέρον για έρευνες στην χώρα μας αλλά και τις υψηλές τιμές πετρελαίου που ισχύουν σήμερα στις διεθνείς αγορές. Αξίζει να σημειώσουμε ότι μόνο το 2011 πληρώσαμε 11,2 δισεκ. ευρώ για εισαγωγές πετρελαίου- δηλ. όσο οι περικοπές στον προϋπολογισμό για το 2013/2014 που απαίτησε η Τρόικα – που ισοδυναμεί στο 5,5 % του ΑΕΠ και ακόμη πιο εντυπωσιακό αντιστοιχεί στο 41% του ελλειμματικού έτσι και αλλιώς Ισοζυγίου Εμπορικών Συναλλαγών. Για αυτό η μείωση των εισαγωγών αργού, η αντικατάσταση με φθηνότερο και αποδοτικότερο φυσικό αέριο, η εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια, και η περαιτέρω στροφή προς τις ΑΠΕ πρέπει να αποτελούν τις συνιστώσες μιας σώφρονος ενεργειακής πολιτικής. Μιας πολιτικής που πρέπει να αποβλέπει σε ένα ισοσκελισμένο ενεργειακό ισοζύγιο και ένα βέλτιστο ενεργειακό μείγμα όπου δεν νοείται ενίσχυση των ΑΠΕ χωρίς παράλληλη μείωση εισαγωγών αργού.
Το ερώτημα βέβαια παραμένει ποιος θα χαράξει την απαιτούμενη πολιτική και ακόμη πιο σημαντικό ποιος θα την επιβλέψει και την συντονίσει. Η σημερινή ηγεσία του ΥΠΕΚΑ μάλλον δηλώνει αδυναμία δείχνοντας να σύρεται πίσω από τις εξελίξεις έχοντας χάσει τον έλεγχο των κινήσεων, αφού εδώ και 6 μήνες δεν μπορεί να επιλύσει το βασικό θέμα ρευστότητας της αγοράς ηλεκτρισμού. Το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας κινδυνεύει πλέον να αντιμετωπίσει black out αφού η ΔΕΠΑ, σε λίγες ημέρες θα είναι υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων να προχωρήσει σε μείωση των εισαγωγών φυσικού αερίου.
Καθώς έκλεινε το 2012 την περασμένη Δευτέρα η τιμή του Brent στο ICE στο Λονδίνο εκινείτο ανοδικά στα $111.00 το βαρέλι αψηφώντας για μια ακόμη φορά τους βασικούς κανόνες προσφοράς και ζήτησης που διέπουν τα θεμελιώδη της αγοράς. Γιατί σύμφωνα με πολλούς αναλυτές η εμμονή των διεθνών τιμών στην ζώνη των $110 το βαρέλι κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους που πέρασε, ακούγεται ως παραφωνία σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αστάθεια, με προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη το 2013 να κινούνται στο αναιμικό επίπεδο των 3.6% (σε σύγκριση με 3.26% το 2012) και την ευρωζώνη να συνεχίζει ν’ αποτελεί πονοκέφαλό και πηγή έντονης ανησυχίας και προβληματισμού.
Με μια προβλεπόμενη οριακά αυξημένη παγκόσμια ζήτηση για το τρέχον έτος στα 90.60 εκατ. βαρέλια ανά ημέρα, σε σύγκριση με τα 89.69 εκατ. βαρέλια του 2012, και της εφεδρικής παραγωγικής ικανότητας του OPEC να κινείται ανοδικά στα 4.64 εκατ. βαρέλια/ημέρα (σε σύγκριση με 3.65 εκατ. βαρέλια την ημέρα για το 2012), οι διεθνείς τιμές θα έπρεπε να κινούνται μάλλον καθοδικά. Αντ΄ αυτού παρατηρούμε ότι έχουν βρει ένα σημείο ισορροπίας ενώ σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για το 2012 η μέση τιμή της ποικιλίας Brent, το οποίο έχει αναδειχθεί ως το παγκόσμιο benchmark, έκλεισε στα $111.50 δολάρια το βαρέλι, σε σύγκριση με $110.90 το 2011, σημειώνοντας ιστορικό παγκόσμιο ρεκόρ. Οι υψηλές αυτές τιμές των δυο τελευταίων ετών εξηγούν εν μέρει γιατί έχουμε βιώσει και εξακολουθούμε να βιώνουμε μια υποχώρηση της παγκόσμιας ανάπτυξης η οποία έδειχνε ν’ ανακάπτει μετά την κρίση το 2008.
Βέβαια, όπως έχουμε μέσα από την στήλη εξηγήσει και στο παρελθόν, οι διεθνείς τιμές του αργού επιδεικνύουν με ιδιαίτερη ευαισθησία στους γεωπολιτικούς παράγοντες οι οποίοι με τον ένα ή άλλο τρόπο ήσαν παρόντες το Β’ εξάμηνο του 2012. Η φονική επίθεση κατά του Αμερικανού πρέσβη στην Λιβύη Christopher Stevens στις 11 Σεπτεμβρίου, οι πολύνεκρες ταραχές που ακολούθησαν σε Λιβύη, Αίγυπτο και Υεμένη και η συνεχιζόμενη αιματοχυσία στην Συρία, με το καθεστώς Άσαντ να δίδει μάχη επιβίωσης και η ολιγοήμερη διένεξη μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς τον Νοέμβριο, ενίσχυσαν τις τάσεις γεωπολιτικής αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής δρώντας ενισχυτικά στην διαμόρφωση των διεθνών τιμών πετρελαίου. Οι δε απειλές της κυβέρνησης του Ισραήλ καθ’ όλο το 2012 περί πιθανής αεροπορικής επιδρομής στο Ιράν για καταστροφή του πυρηνικού του προγράμματος ενίσχυσαν περαιτέρω το κλίμα ανησυχίας και αστάθειας.
Πέρα από τους ανωτέρω γεωπολιτικούς παράγοντες στις ανοδικές πιέσεις στην τιμή του αργού συνέβαλλε και η απόφαση του US Federal Reserve τον περασμένο Αυγούστο για ένα τρίτο γύρο νομισματικής χαλάρωσης (quantitative easing) το οποίο σημαίνει την άμεση διοχέτευση μεγάλης ρευστότητας στις Αμερικάνικες τράπεζες και άρα την τόνωση της αναπτυξιακής δυναμικής της Αμερικανικής οικονομίας, το οποίο μεθερμηνευόμενο σε πετρελαϊκούς όρους οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αύξηση της ζήτησης. Οι αγορές κατέγραψαν αυτήν την κίνηση και έσπευσαν να αγοράσουν συμβόλαια και φορτία αργού προεξοφλώντας ακόμα μεγαλύτερη άνοδο των τιμών αποβλέποντας σε σημαντικά κέρδη. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλλε και το ράλι των Ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων, στον απόηχο της απόφασης Mario Draghi της ΕΚΤ για απεριόριστη αγορά ομολόγων χωρών της Ευρωζώνης που πλήττονται από την οικονομική κρίση (Outright Monetary Transactions – OMT) αλλά και της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας για την εγκυρότητα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), παράγοντες που οδήγησαν σε σχετική ευφορία και στην ενίσχυση του ευρώ έναντι του δολαρίου, με την σχέση ευρώ/δολαρίου στις 28/12 να φθάνει το $ 1,3227 με το ευρώ να ανακτά σημαντικό μέρος των απωλειών των τελευταίων μηνών. Και ως γνωστό όταν ενισχύεται το ευρώ έναντι του δολαρίου επηρεάζει προς τα άνω τις τιμές του αργού.
Οι τρέχουσες εξελίξεις, τόσο στο πολιτικοοικονομικό όσο και στο γεωπολιτικό επίπεδο, δείχνουν ότι έχουμε εισέλθει για τα καλά σε μια ακόμη περίοδο ακριβού πετρελαίου. Είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο, αν όχι επιπόλαιο, να προχωρήσουμε σε οποιεσδήποτε μακροπρόθεσμες προβλέψεις για την τιμή του πετρελαίου για τον χρόνο που τώρα ξεκίνησε. Όμως αυτό που μπορούμε μετά βεβαιότητας να παρατηρήσουμε είναι ότι οι παραγωγοί, κυρίως ο OPEC και η Ρωσία, θα καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για διατήρηση των τιμών άνω των $100 το βαρέλι, εκτιμώντας ότι οι αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία από την επικράτηση υψηλών τιμών έχουν στο μεγαλύτερο μέρος τους απορροφηθεί, και ότι οι επιπτώσεις στην ανάπτυξη δεν θα είναι καταστροφικές οδηγώντας για μια ακόμη φορά σε στασιμοπληθωρισμό όπως συνέβη την δεκαετία του 1980. Ο δε OPEC έχοντας ανακτήσει ένα σημαντικό περιθώριο της εφεδρικής παραγωγικής ικανότητας του δείχνει ότι έχει την διάθεση και την ικανότητα αυξομείωσης της παραγωγής του προκειμένου να επιτύχει τις τιμές που επιθυμεί.
Με τις υψηλές τιμές αργού να προβλέπονται διατηρήσιμες σε μεσοπρόθεσμη βάση το ερώτημα τίθεται μετ’ επιτάσεως για το τι θα πράξουν πετρελαιοεισαγωγικές χώρες όπως η Ελλάδα η οποία εισάγει σήμερα το 99,5% των πετρελαϊκών της αναγκών με το ενεργειακό της ισοζύγιο να εξαρτάται κατά 64% από το πετρέλαιο. Είναι προφανές ότι η χώρα θα πρέπει επιτέλους να βρει τρόπους να μειώσει τα υπέρογκα ποσά που πληρώνει κάθε χρόνο για αγορές αργού ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση θα πρέπει να κινηθεί τάχιστα και να εκμεταλλευθεί το διεθνές ενδιαφέρον για έρευνες στην χώρα μας αλλά και τις υψηλές τιμές πετρελαίου που ισχύουν σήμερα στις διεθνείς αγορές. Αξίζει να σημειώσουμε ότι μόνο το 2011 πληρώσαμε 11,2 δισεκ. ευρώ για εισαγωγές πετρελαίου- δηλ. όσο οι περικοπές στον προϋπολογισμό για το 2013/2014 που απαίτησε η Τρόικα – που ισοδυναμεί στο 5,5 % του ΑΕΠ και ακόμη πιο εντυπωσιακό αντιστοιχεί στο 41% του ελλειμματικού έτσι και αλλιώς Ισοζυγίου Εμπορικών Συναλλαγών. Για αυτό η μείωση των εισαγωγών αργού, η αντικατάσταση με φθηνότερο και αποδοτικότερο φυσικό αέριο, η εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια, και η περαιτέρω στροφή προς τις ΑΠΕ πρέπει να αποτελούν τις συνιστώσες μιας σώφρονος ενεργειακής πολιτικής. Μιας πολιτικής που πρέπει να αποβλέπει σε ένα ισοσκελισμένο ενεργειακό ισοζύγιο και ένα βέλτιστο ενεργειακό μείγμα όπου δεν νοείται ενίσχυση των ΑΠΕ χωρίς παράλληλη μείωση εισαγωγών αργού.
Το ερώτημα βέβαια παραμένει ποιος θα χαράξει την απαιτούμενη πολιτική και ακόμη πιο σημαντικό ποιος θα την επιβλέψει και την συντονίσει. Η σημερινή ηγεσία του ΥΠΕΚΑ μάλλον δηλώνει αδυναμία δείχνοντας να σύρεται πίσω από τις εξελίξεις έχοντας χάσει τον έλεγχο των κινήσεων, αφού εδώ και 6 μήνες δεν μπορεί να επιλύσει το βασικό θέμα ρευστότητας της αγοράς ηλεκτρισμού. Το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας κινδυνεύει πλέον να αντιμετωπίσει black out αφού η ΔΕΠΑ, σε λίγες ημέρες θα είναι υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων να προχωρήσει σε μείωση των εισαγωγών φυσικού αερίου.
No comments:
Post a Comment