Οι παγκόσμιες επενδύσεις σε έργα υποδομών εκτιμάται ότι θα κυμανθούν
μεταξύ 2,2 τρισ. και 2,8 τρισ. δολ. ετησίως, έως το 2030, σημειώνει σε
νέα έκθεσή της η PwC με τίτλο «Υποδομές - χρηματοδοτώντας το μέλλον».
Στην έκθεση καταγράφονται, μεταξύ άλλων, τα προγραμματισμένα έργα
υποδομής (μεταφορές, ενέργεια, διαχείριση αποβλήτων) στην Ελλάδα, το
ύψος των αναγκών χρηματοδότησης τους, την επίδραση των επενδύσεων στο
ΑΕΠ και εξετάζει νέες μεθόδους χρηματοδότησης μέσω της κινητοποίησης
ιδιωτικών κεφαλαίων.
Ειδικότερα, οι παγκόσμιες επενδύσεις σε έργα υποδομών ανέρχονται στο
3,7% του ΑΕΠ, ενώ οι ευρωπαϊκές επενδύσεις σε έργα υποδομών
υπολογίζονται γύρω στο 2% του ΑΕΠ. Στην Ελλάδα, οι επενδύσεις σε έργα υποδομών ως ποσοστό του ΑΕΠ
συρρικνώθηκαν από 3,6% που ήταν το 2006 σε 1,2% το 2012, σημειώνοντας
συνολική απώλεια 30 δισ. ευρώ (4,3 δισ. σε ετήσια βάση), καθώς
επηρεάστηκαν σημαντικά από τη βαθιά ύφεση και τους δημοσιονομικούς
περιορισμούς.
Μεταξύ 2009-2013, ο κατασκευαστικός κλάδος, και πιο συγκεκριμένα η
βιομηχανία παραγωγής σκυροδέματος, σημείωσε πτώση κατά 52% ενώ η άμεση
απασχόληση στις υποδομές μειώθηκε κατά 49%.
Οι επενδύσεις σε έργα υποδομών είναι ζωτικής σημασίας για την ελληνική
οικονομία με υψηλό οικονομικό πολλαπλασιαστή, της τάξης του 2x, ο οποίος
μπορεί να ενισχύσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις σε άλλους
κλάδους.
Ο αριθμός των προγραμματισμένων και ανεκτέλεστων έργων υποδομών έχει
αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης – η αξία αυτών ανέρχεται
σε 20 δισ. ευρώ μέχρι το 2022. Το 34% των έργων προέρχεται από τον κλάδο
της ενέργειας , το 55% αφορά σιδηροδρομικά έργα και έργα
αυτοκινητοδρόμων ενώ το υπόλοιπο 11% συμπληρώνουν έργα τουριστικών
υποδομών και διαχείρισης αποβλήτων.
Το κυριότερο εμπόδιο για την αναζωογόνηση των επενδύσεων σε έργα
υποδομών είναι η έλλειψη πρόσβασης σε ιδιωτική μακροπρόθεσμη
χρηματοδότηση. Παραδοσιακά στην Ελλάδα, η ιδιωτική χρηματοδότηση καλύπτει το 15% του
συνολικού προϋπολογισμού, ενώ η δημόσια χρηματοδότηση (Κράτος, ΕΕ)
ανέρχεται γύρω στο 40% με το υπόλοιπο να προέρχεται από τραπεζικό
δανεισμό.
Η αυξανόμενη ανάγκη για δαπάνες σε έργα υποδομών σε συνδυασμό με την
ιδιαίτερα περιορισμένη δυνατότητα κρατικής χρηματοδότησης και τους
περιορισμούς των ελληνικών τραπεζών, επιβάλλουν την αναζήτηση νέων
χρηματοδοτικών μέσων.
Οι ΣΔΙΤ και τα Ομόλογα Έργου θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη συμμετοχή του
ιδιωτικού τομέα στη χρηματοδότηση των έργων υποδομών, προσθέτοντας ένα
στοιχείο χαμηλού κινδύνου στα χαρτοφυλάκια των θεσμικών επενδυτών.
Ο Κώστας Σ. Μητρόπουλος, εντεταλμένος σύμβουλος της PwC δήλωσε ότι
«στην Ελλάδα η εικόνα είναι σκληρή. Οι επενδύσεις υποδομών μειώθηκαν από
το 3,6% το 2006 στο 1,2% του ΑΕΠ το 2012 κάτω από την δημοσιονομική
πίεση που έφερε η κρίση. Αυτό οδήγησε σε μείωση 49% της απασχόλησης στον
κατασκευαστικό κλάδο. Το ανεκτέλεστο υπόλοιπο των έργων που η κρίση
καθυστέρησε και το κόστος αυτών που έχουν προγραμματιστεί φθάνουν τα €20
δισ. μέχρι το 2022. Αυτό αντιστοιχεί σε €2,6 δισ. ανά έτος ή περίπου
1,2% του ΑΕΠ, ποσοστό πολύ μικρότερο του ελληνικού μέσου όρου από το
2006 (2,4%), του ευρωπαϊκού μέσου όρου (1,9%) ή του παγκόσμιου μέσου
όρου (2,7%). Είναι απολύτως αναγκαίο για την χώρα, στα πλαίσια ουσιώδους
βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της να αναβαθμίσει όλες τις υποδομές
της όσο πιο γρήγορα γίνεται».
Η χρηματοδότηση των έργων υποδομής στην Ελλάδα ιστορικά προέρχεται
κυρίως από δημόσιους πόρους, ενώ τα ιδιωτικά κεφάλαια συνήθως δεν
υπερβαίνουν το 10-15% του συνόλου της επένδυσης. Οι όλο και πιο
περιορισμένες δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού, μετατοπίζουν το
επίκεντρο της χρηματοδότησης στον ιδιωτικό τομέα. Είναι αναγκαίο να
προσελκύσουμε στις υποδομές περισσότερα ιδιωτικά κεφάλαια με τρεις
διαφορετικούς τρόπους. Πρώτον, μεταβάλλοντας τους όρους σύμπραξης έτσι
ώστε τα ιδιωτικά κεφάλαια, ίδια ή δανειακά, να έχουν καλλίτερο συνδυασμό
απόδοσης/κινδύνου. Δεύτερον, τιτλοποιώντας, όπου αυτό είναι εφικτό,
μελλοντικά έσοδα (π.χ. διόδια, εισιτήρια). Τρίτον, εισαγάγωντας νέα
χρηματοδοτικά εργαλεία όπως τα project bonds, που απευθύνονται σε άλλες
πηγές κεφαλαίων, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι τα μακροπρόθεσμα
θεσμικά κεφάλαια έχουν πολύ πιο ταιριαστές με τις υποδομές προσδοκίες
απόδοσης και αντίληψης κινδύνων.
Ο Μάριος Ψάλτης, διευθύνων σύμβουλος της PwC σημείωσε ότι «οι
επενδύσεις σε υποδομές, όπως και οι συνολικές επενδύσεις στην χώρα
πρέπει να αυξηθούν ταχύτατα στα επίπεδα πριν από την κρίση. Αυτό θα
τροφοδοτήσει συστηματική ανάπτυξη και αυξημένη απασχόληση και πάνω από
όλα θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Αλλά για να γίνει θα
πρέπει να επιταχύνουμε τον σχεδιασμό/προγραμματισμό των έργων υποδομής,
να τα κάνουμε “φιλικότερα” προς τα ιδιωτικά κεφάλαια, και να
χρησιμοποιήσουμε χρηματοδοτικά εργαλεία τελευταίας γενιάς. Όλες αυτές οι
αλλαγές κατεύθυνσης προϋποθέτουν και αλλαγές αντίληψης και οργάνωσης
στον κρατικό μηχανισμό, με σαφή διάκριση μεταξύ τεχνικού και
χρηματοοικονομικού σχεδιασμού. Οι υποδομές είναι αυτήν την στιγμή το
ισχυρότερο εφαλτήριο για το μέλλον και πάνω τους στηρίζονται όλες οι
άλλες δυνατότητες ανταγωνιστικότητας. Αξίζουν τη μεγάλη προσοχή μας».
http://www.energypress.gr/news/PwC:-To-34-twn-anektelestwn-ergwn-proerhontai-apo-ton-klado-ths-energeias
No comments:
Post a Comment