Μεγάλος είναι ο κίνδυνος ο εθνικός στόχος της Ελλάδας για
τον κλάδο των αιολικών ως το 2020 να μην επιτευχθεί, καθώς η ανακολουθία λόγων
και έργων από πλευράς Πολιτείας – επιτείνει την επενδυτική ανασφάλεια - ο
κυκεώνας του ρυθμιστικού πλαισίου και, κυρίως, η έλλειψη χρηματοδότησης ακυρώνουν
στην πράξη πολλά προγραμματισμένα έργα . Κι αυτό παρ’ ότι το 2011 υπήρξε μία
πολύ καλή χρονιά για τα αιολικά, με νέα εγκατεστημένη ισχύ 310 MW ήτοι αύξηση
23% σε σχέση με πρόπερσι.
Εντούτοις, το 2012 δεν μπήκε με τους ίδιους καλούς οιωνούς: ως τον Μάιο η νέα εγκατεστημένη ισχύς έφτασε μόλις τα 88 MW, αναπαράγοντας την μέτρια εικόνα που επικρατούσε στον κλάδο από το 2005 ως το 2010, με μέσο όρο αύξησης της εγκατεστημένης αιολικής ισχύος μόνο κατά 150 MW τον χρόνο. Κάτι τέτοιο, όμως, σημαίνει ότι οι νέες ανεμογεννήτριες πρέπει να εγκαθίστανται με πενταπλάσιο ρυθμό, αν θέλουμε ως το 2020 από τα σημερινά 1750 MW (Μάιος 2012) να φτάσουμε τα 7.500 MW.
«Ο κλάδος κρατάει και έδειξε μια αντοχή, σε μια περίοδο κατάρρευσης άλλων τομέων, αποδεικνύοντας τις δυνατότητές του. Αλλά σήμερα υποφέρει από κρίση ρευστότητας καθώς οι στρόφιγγες των τραπεζών έχουν κλείσει, ενώ αρνητικά επιδρά και το αυξημένο ρίσκο που διαμορφώνεται για τις επενδύσεις στην Ελλάδα», δήλωσε πρόσφατα στην «Καθημερινή» ο κ. Παναγιώτης Παπασταματίου, πρόεδρος της Ελληνικής Επιστημονικής Επιτροπής Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ).
Ιδιαίτερα υπογράμμισε την ακύρωση, από μέρους της κυβέρνησης, την άνοιξη του 2012, της προγραμματισμένης για το 2013 αύξησης των feed-in tariffs στον κλάδο. «Τέτοιες λογικές αποθαρρύνουν τους επενδυτές, καθώς αποκαλύπτουν ένα καθεστώς αστάθειας. Στο ίδιο αποτέλεσμα έχει οδηγήσει και η διαρκής ανακίνηση της πιθανότητας επιβολής αναδρομικών μέτρων, με επιβολή έκτακτης εισφοράς στους επενδυτές. Η κυβέρνηση πρέπει να διακηρύξει άμεσα ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν αναδρομικά μέτρα και να κλείσει το θέμα», τονίζει ο κ. Παπασταματίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον για τα αιολικά στην Ελλάδα είναι μεγάλο, καθώς οι αιτήσεις για άδεια παραγωγής είναι ήδη δεκαπλάσιες σχεδόν από τον εθνικό στόχο για το 2020, καθώς αφορούν ισχύ 67.000 MW. Επίσης, άδεια παραγωγής έχουν λάβει έργα ισχύος 21.325,15 MW, ενώ άδεια εγκατάστασης έχει εγκριθεί για αιολικά ισχύος 1.526,43 MW.
Όπως σημείωσε, μιλώντας στην ίδια εφημερίδα, ο πρόεδρος της ΕΛΕΤΑΕΝ: «Η εθνική προστιθέμενη αξία, δηλαδή το μερίδιο υπηρεσιών, υλικών, εργασίας από την Ελλάδα, στις επενδύσεις ΑΠΕ υπολογίζεται στο 35%, όταν π.χ. στην κατασκευή ενός λιγνιτικού σταθμού είναι 15%», ωστόσο, στη χώρα μας δεν υπάρχουν μονάδες κατασκευής ανεμογεννητριών.
Η πολυνομία στον χώρο των ΑΠΕ αποτελεί άλλη μία πληγή για τον κλάδο των αιολικών, με τη σωρεία διατάξεων, νόμων και ρυθμίσεων να δημιουργούν σύγχυση στους επενδυτές και να επιτείνουν τις καθυστερήσεις, καθώς τροφοδοτούν ένα πολυδαίδαλο πλέγμα γραφειοκρατίας. Εκπρόσωποι του κλάδου της αιολικής ενέργειας σημειώνουν ότι η ανάθεση του ρόλου εκπόνησης και εφαρμογής της νομοθεσίας στην υπηρεσία ΑΠΕ του ΥΠΕΚΑ θα διευθετούσε αρκετές από τις παραπάνω στρεβλώσεις.
Όπως τονίζουν, εξάλλου, οι εκπρόσωποι του κλάδου, η ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας αποτελεί κρίσιμης σημασίας παράγοντα για την μείωση του ενεργειακού κόστους στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στη σημερινή αρνητική οικονομική συγκυρία. Υπογραμμίζουν, μάλιστα, το γεγονός ότι η παραγόμενη ενέργεια από αιολικά είναι φθηνότερη σε σχέση με εκείνη που παράγεται από φυσικό αέριο. Επισημαίνουν ιδιαίτερα το ότι κατά το α΄ εξάμηνο του έτους η παραγόμενη από σύγχρονες μονάδες φυσικού αερίου μεγαβατώρα (MWh) αγοράστηκε από το δίκτυο προς 101,5 ευρώ (οι εταιρείες παραγωγής μάλιστα υπολογίζουν το κόστος στα 109 ευρώ/MWh), ενώ η αιολική μεγαβατώρα αγοράστηκε προς 87 ευρώ, ήτοι όφελος ανά MWh 15 ευρώ!
Αξίζει να σημειωθεί ότι το γερμανικό Ινστιτούτο Fraunhofer σε έρευνά του αναφέρει ότι η αιολική ενέργεια συγκαταλέγεται στις πιο φθηνές μορφές ενέργειας στον κόσμο, με μέσο κόστος κιλοβατώρας 0,7 ευρώ, τη στιγμή που το συνολικό κόστος (αν συνυπολογίσουμε και τη βλάβη στο περιβάλλον, το κλίμα και την υγεία) της κιλοβατώρας από άνθρακα ανέρχεται στα 0,15 ευρώ κι από πυρηνική στα 0,31 ευρώ.
http://www.energia.gr/article.asp?art_id=62185
Εντούτοις, το 2012 δεν μπήκε με τους ίδιους καλούς οιωνούς: ως τον Μάιο η νέα εγκατεστημένη ισχύς έφτασε μόλις τα 88 MW, αναπαράγοντας την μέτρια εικόνα που επικρατούσε στον κλάδο από το 2005 ως το 2010, με μέσο όρο αύξησης της εγκατεστημένης αιολικής ισχύος μόνο κατά 150 MW τον χρόνο. Κάτι τέτοιο, όμως, σημαίνει ότι οι νέες ανεμογεννήτριες πρέπει να εγκαθίστανται με πενταπλάσιο ρυθμό, αν θέλουμε ως το 2020 από τα σημερινά 1750 MW (Μάιος 2012) να φτάσουμε τα 7.500 MW.
«Ο κλάδος κρατάει και έδειξε μια αντοχή, σε μια περίοδο κατάρρευσης άλλων τομέων, αποδεικνύοντας τις δυνατότητές του. Αλλά σήμερα υποφέρει από κρίση ρευστότητας καθώς οι στρόφιγγες των τραπεζών έχουν κλείσει, ενώ αρνητικά επιδρά και το αυξημένο ρίσκο που διαμορφώνεται για τις επενδύσεις στην Ελλάδα», δήλωσε πρόσφατα στην «Καθημερινή» ο κ. Παναγιώτης Παπασταματίου, πρόεδρος της Ελληνικής Επιστημονικής Επιτροπής Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ).
Ιδιαίτερα υπογράμμισε την ακύρωση, από μέρους της κυβέρνησης, την άνοιξη του 2012, της προγραμματισμένης για το 2013 αύξησης των feed-in tariffs στον κλάδο. «Τέτοιες λογικές αποθαρρύνουν τους επενδυτές, καθώς αποκαλύπτουν ένα καθεστώς αστάθειας. Στο ίδιο αποτέλεσμα έχει οδηγήσει και η διαρκής ανακίνηση της πιθανότητας επιβολής αναδρομικών μέτρων, με επιβολή έκτακτης εισφοράς στους επενδυτές. Η κυβέρνηση πρέπει να διακηρύξει άμεσα ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν αναδρομικά μέτρα και να κλείσει το θέμα», τονίζει ο κ. Παπασταματίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον για τα αιολικά στην Ελλάδα είναι μεγάλο, καθώς οι αιτήσεις για άδεια παραγωγής είναι ήδη δεκαπλάσιες σχεδόν από τον εθνικό στόχο για το 2020, καθώς αφορούν ισχύ 67.000 MW. Επίσης, άδεια παραγωγής έχουν λάβει έργα ισχύος 21.325,15 MW, ενώ άδεια εγκατάστασης έχει εγκριθεί για αιολικά ισχύος 1.526,43 MW.
Όπως σημείωσε, μιλώντας στην ίδια εφημερίδα, ο πρόεδρος της ΕΛΕΤΑΕΝ: «Η εθνική προστιθέμενη αξία, δηλαδή το μερίδιο υπηρεσιών, υλικών, εργασίας από την Ελλάδα, στις επενδύσεις ΑΠΕ υπολογίζεται στο 35%, όταν π.χ. στην κατασκευή ενός λιγνιτικού σταθμού είναι 15%», ωστόσο, στη χώρα μας δεν υπάρχουν μονάδες κατασκευής ανεμογεννητριών.
Η πολυνομία στον χώρο των ΑΠΕ αποτελεί άλλη μία πληγή για τον κλάδο των αιολικών, με τη σωρεία διατάξεων, νόμων και ρυθμίσεων να δημιουργούν σύγχυση στους επενδυτές και να επιτείνουν τις καθυστερήσεις, καθώς τροφοδοτούν ένα πολυδαίδαλο πλέγμα γραφειοκρατίας. Εκπρόσωποι του κλάδου της αιολικής ενέργειας σημειώνουν ότι η ανάθεση του ρόλου εκπόνησης και εφαρμογής της νομοθεσίας στην υπηρεσία ΑΠΕ του ΥΠΕΚΑ θα διευθετούσε αρκετές από τις παραπάνω στρεβλώσεις.
Όπως τονίζουν, εξάλλου, οι εκπρόσωποι του κλάδου, η ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας αποτελεί κρίσιμης σημασίας παράγοντα για την μείωση του ενεργειακού κόστους στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στη σημερινή αρνητική οικονομική συγκυρία. Υπογραμμίζουν, μάλιστα, το γεγονός ότι η παραγόμενη ενέργεια από αιολικά είναι φθηνότερη σε σχέση με εκείνη που παράγεται από φυσικό αέριο. Επισημαίνουν ιδιαίτερα το ότι κατά το α΄ εξάμηνο του έτους η παραγόμενη από σύγχρονες μονάδες φυσικού αερίου μεγαβατώρα (MWh) αγοράστηκε από το δίκτυο προς 101,5 ευρώ (οι εταιρείες παραγωγής μάλιστα υπολογίζουν το κόστος στα 109 ευρώ/MWh), ενώ η αιολική μεγαβατώρα αγοράστηκε προς 87 ευρώ, ήτοι όφελος ανά MWh 15 ευρώ!
Αξίζει να σημειωθεί ότι το γερμανικό Ινστιτούτο Fraunhofer σε έρευνά του αναφέρει ότι η αιολική ενέργεια συγκαταλέγεται στις πιο φθηνές μορφές ενέργειας στον κόσμο, με μέσο κόστος κιλοβατώρας 0,7 ευρώ, τη στιγμή που το συνολικό κόστος (αν συνυπολογίσουμε και τη βλάβη στο περιβάλλον, το κλίμα και την υγεία) της κιλοβατώρας από άνθρακα ανέρχεται στα 0,15 ευρώ κι από πυρηνική στα 0,31 ευρώ.
http://www.energia.gr/article.asp?art_id=62185
No comments:
Post a Comment