Τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που προέρχονται από
τον ενεργειακό τομέα, κατά 60-70% έως το 2050 (με έτος βάσης το 2005)
προβλέπει ο Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός (ΕΕΣ) που επεξεργάστηκε η
Greenpeace.
Σύμφωνα με την έρευνα, πρόκειται για πολύ σημαντική απόκλιση από τον στόχο μείωσης του συνόλου των εκπομπών από τα αναπτυγμένα κράτη κατά 80 - 95% έως το 2050, με έτος βάσης το 1990. Ο στόχος αυτός έχει υποδειχθεί από την επιστημονική κοινότητα ώστε να υπάρξουν σημαντικές πιθανότητες συγκράτησης της αύξησης της πλανητικής θερμοκρασίας κάτω από τους +2°C βαθμούς (σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα).
Ο στόχος αυτός έχει γίνει αποδεκτός από τα ανεπτυγμένα κράτη και έχει ενσωματωθεί στο σχετικό ενεργειακό χάρτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μία οικονομία χαμηλού άνθρακα ως το 2050.
Όπως αναφέρεται στον ίδιο τον ΕΕΣ, θα πρέπει να πραγματοποιείται τακτικά επικαιροποίηση και αναπροσαρμογή των συμπερασμάτων. Η Greenpeace θεωρεί ότι πρωταρχικός στόχος επόμενων αναθεωρήσεων του ΕΕΣ είναι η βελτίωση των προσδοκώμενων μειώσεων των επικίνδυνων εκπομπών έως το 2050, στα επίπεδα εκείνα που η επιστήμη θεωρεί αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του πλανήτη.
Αντιμετώπιση της Ελλάδας
Ένας από τους σημαντικότερους περιορισμούς του ΕΕΣ που αναπόφευκτα μετριάζει τις εκτιμήσεις και φιλοδοξίες για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, είναι η αντιμετώπιση της Ελλάδας ως απομονωμένης χώρας με μηδενικό ισοζύγιο εισαγωγών - εξαγωγών ενέργειας.
Αν και η επιλογή αυτή είναι, εν μέρει κατανοητή προκειμένου να υπάρξουν κάποιες βασικές παραδοχές που διευκολύνουν την εκπόνηση εκτιμήσεων για το μακρινό μέλλον, εντούτοις στερείται ρεαλιστικής βάσης. Η λογική υπαγορεύει ότι η Ελλάδα θα είναι καθαρός εξαγωγέας ανανεώσιμης ενέργειας προς τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, ώστε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το συγκριτικό πλεονέκτημα που της προσφέρει το ανανεώσιμο δυναμικό της.
Κάτι τέτοιο άλλωστε ήδη υποδεικνύουν οι εξελίξεις με το πρόγραμμα «Ήλιος». Επιπλέον, σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι η μεταφορά ηλιακής (κυρίως) ενέργειας από τον ευρωπαϊκό Νότο και αιολικής (κυρίως) ενέργειας από τον ευρωπαϊκό Βορρά προς την Κεντρική Ευρώπη είναι βασικές προϋποθέσεις για να φτάσει η Ευρώπη ευκολότερα και με οικονομικά βέλτιστο τρόπο σε πολύ υψηλά ποσοστά διείσδυσης ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή έως τα μέσα του αιώνα. Προς αυτήν την κατεύθυνση άλλωστε δρομολογούνται εξελίξεις αναφορικά με την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών δικτύων.
Ήδη από τον Ιανουάριο του 2011 η Greenpeace δημοσίευσε την πανευρωπαϊκή μελέτη Battle Of The Grids στην οποία διερευνούνται σενάρια εξέλιξης του ευρωπαϊκού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να διασφαλίσουν πλήρη ενεργειακή ανεξαρτησία και ασφάλεια στην Ευρώπη ως το 2050 με διείσδυση των ΑΠΕ σε ποσοστό 100% επί της ηλεκτροπαραγωγής.
Λαμβάνοντας υπόψη το ανανεώσιμο δυναμικό της Ευρώπης ανά γεωγραφική περιοχή, τις καιρικές συνθήκες τα τελευταία 30 χρόνια και μετά από εκτενή μοντελοποίηση, η έκθεση κατέληξε σε δύο σενάρια, βάσει των οποίων η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύξει εγκατεστημένη ισχύ φωτοβολταϊκών 25GW και 59GW αντίστοιχα. Πρόκειται για μία σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τους στόχους του ΕΕΣ που αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως απομονωμένη χώρα - νησίδα.
Όπως επισημαίνει η Greenpeace, θεωρείται απαραίτητη η μελλοντική επικαιροποίηση του ΕΕΣ και τη διερεύνηση σεναρίων, στα οποία η Ελλάδα συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη των ΑΠΕ σε ολόκληρη την Ευρώπη σε ποσοστό 100% επί της ηλεκτροπαραγωγής ως εξαγωγέας ανανεώσιμης ενέργειας. Κάτι τέτοιο έχει σημαντικά επιπρόσθετα οφέλη για τη χώρα μας αφού:
Ένας βασικός λόγος που δεν επιτυγχάνεται η επιθυμητή μείωση των εκπομπών στον ΕΕΣ, είναι η μεγάλη εξάρτηση της χώρας από τη χρήση πετρελαίου, παρά τις προβλεπόμενες μειώσεις στη χρήση ορυκτών καυσίμων ως το 2050. Αδύναμος κρίκος παραμένει ο τομέας των μεταφορών στον οποίο, η συμμετοχή του πετρελαίου στην τελική κατανάλωση εξακολουθεί να κυμαίνεται σε αδικαιολόγητα υψηλά ποσοστά (41-67%), παρά τον εξηλεκτρισμό και την εισαγωγή βιοκαυσίμων. Κάτι τέτοιο δεν είναι επιζήμιο μόνο για την υγεία των πολιτών και το κλίμα του πλανήτη, αλλά επιπλέον κρατάει εγκλωβισμένη τη χώρα σε ενεργειακές εισαγωγές, για τις οποίες θα συνεχίσει να σπαταλάει αρκετά δισ. ευρώ ετησίως.
Οπωσδήποτε απαιτείται μεγαλύτερη φιλοδοξία στον τομέα των μεταφορών, κυρίως στη συμμετοχή καθαρών τεχνολογιών, αλλά και περαιτέρω ανάπτυξης των μέσων συλλογικής μεταφοράς. Αναφέρεται χαρακτηριστικά το παράδειγμα της Δανίας, η οποία έχει θέσει ως στόχο την πλήρη απεξάρτηση από το πετρέλαιο ως το 2050 και την αντικατάσταση του συνόλου των ορυκτών καυσίμων με ΑΠΕ
Σε κίνδυνο οι στόχοι των ΑΠΕ για το 2020
Ένα ανησυχητικό σημείο του ΕΕΣ, αφορά στη μείωση των προσδοκιών για την επίτευξη των στόχων του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τις ΑΠΕ (ΕΣΔΑΠΕ) για το 2020.
Συγκεκριμένα, ο ΕΕΣ αναφέρει ότι οι στόχοι του ΕΣΔΑΠΕ μπορούν να αναθεωρηθούν προς τα κάτω λόγω της παρούσας οικονομικής κρίσης. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη είναι παράλογη και επικίνδυνη, δεδομένου ότι οι επενδύσεις σε ΑΠΕ μπορούν να συμβάλλουν στη γρηγορότερη έξοδο από την κρίση. Με άλλα λόγια, ακριβώς εξαιτίας της παρούσας οικονομικής ύφεσης είναι επιτακτική η ανάγκη να προωθηθούν οι επενδύσεις σε ΑΠΕ και μάλιστα να αυξηθεί η φιλοδοξία των στόχων, όχι το αντίθετο. Η Greenpeace εξαρχής είχε τοποθετηθεί υπέρ ενός πιο φιλόδοξου στόχου -κυρίως- για τα φωτοβολταϊκά που να αντανακλά τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας.
Συγκεκριμένα, η πρόταση αφορούσε την υιοθέτηση στόχου 6 GW αντί για 2,2 GW που προβλέπεται στον ΕΣΔΑΠΕ, ενώ αντίστοιχα περιθώρια αύξησης υπάρχουν και για την αιολική ενέργεια (10GW αντί για 7,5GW). Θεωρούμε ότι οι εξελίξεις δικαιώνουν την αρχική μας πρόταση, αφού ήδη εν μέσω της πρωτοφανούς κρίσης η νέα εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών για το 2011 ξεπέρασε τα 400 MW. Σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς φωτοβολταϊκών, σήμερα στον τομέα απασχολούνται περισσότεροι από 8.000 εργαζόμενοι, ενώ αν συνυπολογιστούν και οι έμμεσες θέσεις στην ευρύτερη οικονομία (λόγω τόνωσης της κατανάλωσης) έχουν δημιουργηθεί συνολικά περίπου 22.000 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης χάρη στην ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών.
Σύμφωνα με μελέτη της Greenpeace, αν η επίτευξη των στόχων του ΕΣΔΑΠΕ ως το 2020, συνδυαστεί με μεγαλύτερη φιλοδοξία στα φωτοβολταϊκά, θα δημιουργηθούν περισσότερες από 100.000 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης σε όλο το εύρος της ελληνικής οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, οι στόχοι του ΕΣΔΑΠΕ για όλες τις τεχνολογίες ΑΠΕ θα πρέπει να επιτευχθούν κατ' ελάχιστο. Οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ανάπτυξη της αγοράς ΑΠΕ σήμερα, κινδύνους που απειλούν να ακυρώσουν ένα από τα βασικότερα όπλα της ελληνικής οικονομίας για γρηγορότερη έξοδο από την κρίση. Κόστος ηλεκτροπαραγωγής Αν και στον ΕΕΣ αναφέρεται ότι οι ΑΠΕ αναμένεται εν δυνάμει να μειώσουν σημαντικά το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής -ιδιαίτερα μετά το 2030- καθώς επίσης και ότι δημιουργούνται περισσότερες θέσεις εργασίας, εντούτοις δεν αναγνωρίζεται το σημαντικό πολλαπλασιαστικό όφελος στην οικονομία και την κοινωνία από τη μείωση του λεγόμενου «εξωτερικού κόστους», δηλαδή την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, τη μείωση των εκπομπών αερίων που καταστρέφουν το κλίμα και την επιβάρυνση της δημόσιας υγείας. Αυτή η παράλειψη μπορεί να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα αναφορικά με το πραγματικό όφελος των ΑΠΕ έναντι στα ορυκτά καύσιμα, αφού οι συγκρίσεις δεν γίνονται επί ίσοις όροις.
(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 25/08/2012)
http://www.energia.gr/article.asp?art_id=61122
Σύμφωνα με την έρευνα, πρόκειται για πολύ σημαντική απόκλιση από τον στόχο μείωσης του συνόλου των εκπομπών από τα αναπτυγμένα κράτη κατά 80 - 95% έως το 2050, με έτος βάσης το 1990. Ο στόχος αυτός έχει υποδειχθεί από την επιστημονική κοινότητα ώστε να υπάρξουν σημαντικές πιθανότητες συγκράτησης της αύξησης της πλανητικής θερμοκρασίας κάτω από τους +2°C βαθμούς (σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα).
Ο στόχος αυτός έχει γίνει αποδεκτός από τα ανεπτυγμένα κράτη και έχει ενσωματωθεί στο σχετικό ενεργειακό χάρτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μία οικονομία χαμηλού άνθρακα ως το 2050.
Όπως αναφέρεται στον ίδιο τον ΕΕΣ, θα πρέπει να πραγματοποιείται τακτικά επικαιροποίηση και αναπροσαρμογή των συμπερασμάτων. Η Greenpeace θεωρεί ότι πρωταρχικός στόχος επόμενων αναθεωρήσεων του ΕΕΣ είναι η βελτίωση των προσδοκώμενων μειώσεων των επικίνδυνων εκπομπών έως το 2050, στα επίπεδα εκείνα που η επιστήμη θεωρεί αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του πλανήτη.
Αντιμετώπιση της Ελλάδας
Ένας από τους σημαντικότερους περιορισμούς του ΕΕΣ που αναπόφευκτα μετριάζει τις εκτιμήσεις και φιλοδοξίες για την ανάπτυξη των ΑΠΕ, είναι η αντιμετώπιση της Ελλάδας ως απομονωμένης χώρας με μηδενικό ισοζύγιο εισαγωγών - εξαγωγών ενέργειας.
Αν και η επιλογή αυτή είναι, εν μέρει κατανοητή προκειμένου να υπάρξουν κάποιες βασικές παραδοχές που διευκολύνουν την εκπόνηση εκτιμήσεων για το μακρινό μέλλον, εντούτοις στερείται ρεαλιστικής βάσης. Η λογική υπαγορεύει ότι η Ελλάδα θα είναι καθαρός εξαγωγέας ανανεώσιμης ενέργειας προς τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, ώστε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το συγκριτικό πλεονέκτημα που της προσφέρει το ανανεώσιμο δυναμικό της.
Κάτι τέτοιο άλλωστε ήδη υποδεικνύουν οι εξελίξεις με το πρόγραμμα «Ήλιος». Επιπλέον, σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι η μεταφορά ηλιακής (κυρίως) ενέργειας από τον ευρωπαϊκό Νότο και αιολικής (κυρίως) ενέργειας από τον ευρωπαϊκό Βορρά προς την Κεντρική Ευρώπη είναι βασικές προϋποθέσεις για να φτάσει η Ευρώπη ευκολότερα και με οικονομικά βέλτιστο τρόπο σε πολύ υψηλά ποσοστά διείσδυσης ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή έως τα μέσα του αιώνα. Προς αυτήν την κατεύθυνση άλλωστε δρομολογούνται εξελίξεις αναφορικά με την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών δικτύων.
Ήδη από τον Ιανουάριο του 2011 η Greenpeace δημοσίευσε την πανευρωπαϊκή μελέτη Battle Of The Grids στην οποία διερευνούνται σενάρια εξέλιξης του ευρωπαϊκού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να διασφαλίσουν πλήρη ενεργειακή ανεξαρτησία και ασφάλεια στην Ευρώπη ως το 2050 με διείσδυση των ΑΠΕ σε ποσοστό 100% επί της ηλεκτροπαραγωγής.
Λαμβάνοντας υπόψη το ανανεώσιμο δυναμικό της Ευρώπης ανά γεωγραφική περιοχή, τις καιρικές συνθήκες τα τελευταία 30 χρόνια και μετά από εκτενή μοντελοποίηση, η έκθεση κατέληξε σε δύο σενάρια, βάσει των οποίων η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύξει εγκατεστημένη ισχύ φωτοβολταϊκών 25GW και 59GW αντίστοιχα. Πρόκειται για μία σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τους στόχους του ΕΕΣ που αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως απομονωμένη χώρα - νησίδα.
Όπως επισημαίνει η Greenpeace, θεωρείται απαραίτητη η μελλοντική επικαιροποίηση του ΕΕΣ και τη διερεύνηση σεναρίων, στα οποία η Ελλάδα συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη των ΑΠΕ σε ολόκληρη την Ευρώπη σε ποσοστό 100% επί της ηλεκτροπαραγωγής ως εξαγωγέας ανανεώσιμης ενέργειας. Κάτι τέτοιο έχει σημαντικά επιπρόσθετα οφέλη για τη χώρα μας αφού:
- Πολλαπλασιάζονται τα οφέλη από τη μεγαλύτερη ανάπτυξη των
ΑΠΕ, όπως είναι οι θέσεις εργασίας και τα έσοδα για την εθνική
οικονομία.
- Μειώνεται περαιτέρω το γενικότερο κόστος του ηλεκτρικού συστήματος, αφού οδηγούμαστε σε πιο ορθολογικές επιλογές που προκύπτουν από τη μεγαλύτερη ενεργειακή ασφάλεια σε μία Ευρώπη που βασίζεται στις διασυνοριακές μεταφορές πράσινης ενέργειας (π.χ. απαιτείται μικρότερη εγκατεστημένη ισχύς αντλητικών για αποθήκευση ενέργειας).
Ένας βασικός λόγος που δεν επιτυγχάνεται η επιθυμητή μείωση των εκπομπών στον ΕΕΣ, είναι η μεγάλη εξάρτηση της χώρας από τη χρήση πετρελαίου, παρά τις προβλεπόμενες μειώσεις στη χρήση ορυκτών καυσίμων ως το 2050. Αδύναμος κρίκος παραμένει ο τομέας των μεταφορών στον οποίο, η συμμετοχή του πετρελαίου στην τελική κατανάλωση εξακολουθεί να κυμαίνεται σε αδικαιολόγητα υψηλά ποσοστά (41-67%), παρά τον εξηλεκτρισμό και την εισαγωγή βιοκαυσίμων. Κάτι τέτοιο δεν είναι επιζήμιο μόνο για την υγεία των πολιτών και το κλίμα του πλανήτη, αλλά επιπλέον κρατάει εγκλωβισμένη τη χώρα σε ενεργειακές εισαγωγές, για τις οποίες θα συνεχίσει να σπαταλάει αρκετά δισ. ευρώ ετησίως.
Οπωσδήποτε απαιτείται μεγαλύτερη φιλοδοξία στον τομέα των μεταφορών, κυρίως στη συμμετοχή καθαρών τεχνολογιών, αλλά και περαιτέρω ανάπτυξης των μέσων συλλογικής μεταφοράς. Αναφέρεται χαρακτηριστικά το παράδειγμα της Δανίας, η οποία έχει θέσει ως στόχο την πλήρη απεξάρτηση από το πετρέλαιο ως το 2050 και την αντικατάσταση του συνόλου των ορυκτών καυσίμων με ΑΠΕ
Σε κίνδυνο οι στόχοι των ΑΠΕ για το 2020
Ένα ανησυχητικό σημείο του ΕΕΣ, αφορά στη μείωση των προσδοκιών για την επίτευξη των στόχων του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τις ΑΠΕ (ΕΣΔΑΠΕ) για το 2020.
Συγκεκριμένα, ο ΕΕΣ αναφέρει ότι οι στόχοι του ΕΣΔΑΠΕ μπορούν να αναθεωρηθούν προς τα κάτω λόγω της παρούσας οικονομικής κρίσης. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη είναι παράλογη και επικίνδυνη, δεδομένου ότι οι επενδύσεις σε ΑΠΕ μπορούν να συμβάλλουν στη γρηγορότερη έξοδο από την κρίση. Με άλλα λόγια, ακριβώς εξαιτίας της παρούσας οικονομικής ύφεσης είναι επιτακτική η ανάγκη να προωθηθούν οι επενδύσεις σε ΑΠΕ και μάλιστα να αυξηθεί η φιλοδοξία των στόχων, όχι το αντίθετο. Η Greenpeace εξαρχής είχε τοποθετηθεί υπέρ ενός πιο φιλόδοξου στόχου -κυρίως- για τα φωτοβολταϊκά που να αντανακλά τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας.
Συγκεκριμένα, η πρόταση αφορούσε την υιοθέτηση στόχου 6 GW αντί για 2,2 GW που προβλέπεται στον ΕΣΔΑΠΕ, ενώ αντίστοιχα περιθώρια αύξησης υπάρχουν και για την αιολική ενέργεια (10GW αντί για 7,5GW). Θεωρούμε ότι οι εξελίξεις δικαιώνουν την αρχική μας πρόταση, αφού ήδη εν μέσω της πρωτοφανούς κρίσης η νέα εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών για το 2011 ξεπέρασε τα 400 MW. Σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς φωτοβολταϊκών, σήμερα στον τομέα απασχολούνται περισσότεροι από 8.000 εργαζόμενοι, ενώ αν συνυπολογιστούν και οι έμμεσες θέσεις στην ευρύτερη οικονομία (λόγω τόνωσης της κατανάλωσης) έχουν δημιουργηθεί συνολικά περίπου 22.000 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης χάρη στην ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών.
Σύμφωνα με μελέτη της Greenpeace, αν η επίτευξη των στόχων του ΕΣΔΑΠΕ ως το 2020, συνδυαστεί με μεγαλύτερη φιλοδοξία στα φωτοβολταϊκά, θα δημιουργηθούν περισσότερες από 100.000 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης σε όλο το εύρος της ελληνικής οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, οι στόχοι του ΕΣΔΑΠΕ για όλες τις τεχνολογίες ΑΠΕ θα πρέπει να επιτευχθούν κατ' ελάχιστο. Οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ανάπτυξη της αγοράς ΑΠΕ σήμερα, κινδύνους που απειλούν να ακυρώσουν ένα από τα βασικότερα όπλα της ελληνικής οικονομίας για γρηγορότερη έξοδο από την κρίση. Κόστος ηλεκτροπαραγωγής Αν και στον ΕΕΣ αναφέρεται ότι οι ΑΠΕ αναμένεται εν δυνάμει να μειώσουν σημαντικά το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής -ιδιαίτερα μετά το 2030- καθώς επίσης και ότι δημιουργούνται περισσότερες θέσεις εργασίας, εντούτοις δεν αναγνωρίζεται το σημαντικό πολλαπλασιαστικό όφελος στην οικονομία και την κοινωνία από τη μείωση του λεγόμενου «εξωτερικού κόστους», δηλαδή την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, τη μείωση των εκπομπών αερίων που καταστρέφουν το κλίμα και την επιβάρυνση της δημόσιας υγείας. Αυτή η παράλειψη μπορεί να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα αναφορικά με το πραγματικό όφελος των ΑΠΕ έναντι στα ορυκτά καύσιμα, αφού οι συγκρίσεις δεν γίνονται επί ίσοις όροις.
(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 25/08/2012)
http://www.energia.gr/article.asp?art_id=61122
No comments:
Post a Comment