Ένα περίπου... 60% από αυτά που πληρώνουν οι καταναλωτές ως Τέλος ΑΠΕ δεν αφορά στο κόστος διείσδυσης της πράσινης ενέργειας, αλλά καλείται να καλύψει τις στρεβλώσεις λειτουργίας της αγοράς.
Στο συμπέρασμα αυτό, που αναδεικνύει για μια ακόμη φορά τις στρεβλώσεις σε βάρος των ΑΠΕ με τις οποίες συνεχίζει να λειτουργεί η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού, καταλήγει μεταξύ των άλλων η μελέτη που παρουσιάζει σήμερα το ΙΟΒΕ, σχετικά με τις αναγκαίες προσαρμογές που πρέπει να γίνουν, ώστε να επιταχυνθεί η διείσδυση της πράσινης ενέργειας στην Ελλάδα.
Καταρχήν, σύμφωνα με τη μελέτη, η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ δεν οδηγεί σε αύξηση της χρέωσης καταναλωτή (αν συνυπολογιστεί η κατάργηση από το 2013 της δωρεάν διάθεσης δικαιωμάτων CO2), ενώ αποτελεί μέρος μόνο- περίπου το 40%- του Ειδικού Τέλους ΑΠΕ, όπως αυτό υπολογίζεται σήμερα.
Προφανώς η μελέτη, που θα την παρουσιάσει ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ Γιάννης Στουρνάρας, αναφέρεται στο γεγονός ότι όσο η οριακή τιμή (ΟΤΣ) του συστήματος διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα – σήμερα αναμένεται να κινηθεί μεταξύ 39 και 74 ευρώ/ MWh- τόσο θα μεγαλώνει η διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και επιδοτούμενης τιμής των ΑΠΕ, που πρέπει να καλυφθεί από το ΔΕΣΜΗΕ, και κατ’ επέκταση μέσω του Τέλους ΑΠΕ, επομένως από τους καταναλωτές.
Η πηγή του «κακού»…
Εδώ βρίσκεται και η πηγή του «κακού», καθώς η συγκεκριμένη στρέβλωση πλήττει όχι μόνο την αγορά των ΑΠΕ, αλλά και τους καταναλωτές. Διότι, ενώ η χονδρική τιμή έχει «καρτερεύσει» από τα επίπεδα των 120 και 150 €/ ΜWh στα οποία βρισκόταν τις ημέρες της απεργίας, ο καταναλωτής δεν έχει δει καμία θετική επίπτωση στα τιμολόγια του. Και συνεχίζει να αγοράζει ρεύμα προς 110-160 ευρώ/ MWh (τιμολόγια ΔΕΗ). Πρόκειται για ένα θέμα που είχε απασχολήσει και την προκάτοχο του κ. Παπακωσταντίνου, Τίνα Μπιρμπίλη, η οποία μάλιστα είχε ξεκινήσει να εξετάζει ένα μηχανισμό σύνδεσης της τιμής χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος με τα τιμολόγια λιανικής της ΔΕΗ. Ένα μηχανισμό, που θα μετακυλύει στον καταναλωτή τις μειώσεις του κόστους όταν αυτό πέφτει, και θα «φρενάρει» τις αυξήσεις όταν αυτό ανεβαίνει (κάτι σαν μια εξελιγμένη ρήτρα καυσίμου). Με βάση τους τότε σχεδιασμούς του υπουργείου, ένα τέτοιο σύστημα, εκτός από οφέλη για τους καταναλωτές, θα μείωνε και το έλλειμμα του ΔΕΣΜΗΕ, ο οποίος σήμερα πληρώνεται, για παράδειγμα από τη ΔΕΗ για κάθε MWh που εκείνη αγοράζει σε μια τιμή από 39-74 ευρώ, αλλά είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τη MWh στους παραγωγούς ΑΠΕ, π.χ. της αιολικής ενέργειας, προς 87,85 ευρώ.
Στα πλάνα μάλιστα της προκατόχου του κ. Παπακωσταντίνου ήταν να παρουσιάσει το μηχανισμό αυτό, μαζί με το ενεργειακό νομοσχέδιο για την προσαρμογή της Ελλάδας στο 3ο ενεργειακό πακέτο, ωστόσο οι ραγδαίες εξελίξεις που έφερε το μεσοπρόθεσμο, περιπλέκοντας το τι θα γίνει με την αγορά λιγνίτη, τα δίκτυα ηλεκτρισμού και τη ΔΕΗ, πήγαν πίσω ολόκληρο το σχεδιασμό, μεταξύ των άλλων και το συγκεκριμένο σχέδιο.
Σοβαρό το ενδεχόμενο να μην επιτευχθούν οι στόχοι…
Πέραν των στρεβλώσεων γύρω από το ειδικό Τέλος ΑΠΕ, η μελέτη του ΙΟΒΕ καταλήγει σε μια σειρά από ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την αγορά των ΑΠΕ.
Το κυριότερο εξ' αυτών, είναι ότι για την επίτευξη του εθνικού στόχου του «20-20-20» απαιτούνται 9,1 GW νέας ισχύος ως το 2020, δηλαδή 9.100 MW. Δηλαδή, χρειάζεται να εγκαθίστανται κατά μέσον όσο κάθε χρόνο 910 πράσινα MW, ποσότητα που με τους σημερινούς τουλάχιστον ρυθμούς δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί.
«Το ενδεχόμενο να μην πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες επενδύσεις στις Α.Π.Ε. είναι πολύ σοβαρό, εφόσον η κρατική μηχανή συνεχίσει να λειτουργεί αναποτελεσματικά και δεν ενσωματωθεί επαρκώς στις ατομικές και συλλογικές αποφάσεις η μέριμνα για το ευρύτερο συμφέρον. Εάν ακολουθηθεί η πεπατημένη, πολύ πιθανόν να μην επιτευχθούν οι στόχοι και οι ωφέλειες για την οικονομία», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Σημειωτέον ότι στο πλαίσιο της μελέτης αναπτύχθηκαν συνολικά έξι σενάρια, τα οποία διαφέρουν ως προς την έκταση της διασύνδεσης του συστήματος (μόνο Κυκλάδες, Βόρειο Αιγαίο ή όλα τα νησιά), τις επιπλέον δυνατότητες αντλησιοταμίευσης (0, 365 MW ή 865 MW), τις επιπλέον διεθνείς διασυνδέσεις (0 ή 1 GW), την οικονομική ανάπτυξη (στασιμότητα, επικρατέστερο σενάριο ή υψηλή ανάπτυξη), τις τιμές δικαιωμάτων CO2 (10, 25 ή 35 €/tCO2), τις τιμές φυσικού αερίου, τη διαχρονική εξέλιξη της ζήτησης και την ταχύτητα διείσδυσης των Α.Π.Ε..
http://www.energypress.gr/portal/resource/contentObject/id/a189a145-e061-40f7-88e9-02d17d4a7915
Στο συμπέρασμα αυτό, που αναδεικνύει για μια ακόμη φορά τις στρεβλώσεις σε βάρος των ΑΠΕ με τις οποίες συνεχίζει να λειτουργεί η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού, καταλήγει μεταξύ των άλλων η μελέτη που παρουσιάζει σήμερα το ΙΟΒΕ, σχετικά με τις αναγκαίες προσαρμογές που πρέπει να γίνουν, ώστε να επιταχυνθεί η διείσδυση της πράσινης ενέργειας στην Ελλάδα.
Καταρχήν, σύμφωνα με τη μελέτη, η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ δεν οδηγεί σε αύξηση της χρέωσης καταναλωτή (αν συνυπολογιστεί η κατάργηση από το 2013 της δωρεάν διάθεσης δικαιωμάτων CO2), ενώ αποτελεί μέρος μόνο- περίπου το 40%- του Ειδικού Τέλους ΑΠΕ, όπως αυτό υπολογίζεται σήμερα.
Προφανώς η μελέτη, που θα την παρουσιάσει ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ Γιάννης Στουρνάρας, αναφέρεται στο γεγονός ότι όσο η οριακή τιμή (ΟΤΣ) του συστήματος διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα – σήμερα αναμένεται να κινηθεί μεταξύ 39 και 74 ευρώ/ MWh- τόσο θα μεγαλώνει η διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και επιδοτούμενης τιμής των ΑΠΕ, που πρέπει να καλυφθεί από το ΔΕΣΜΗΕ, και κατ’ επέκταση μέσω του Τέλους ΑΠΕ, επομένως από τους καταναλωτές.
Η πηγή του «κακού»…
Εδώ βρίσκεται και η πηγή του «κακού», καθώς η συγκεκριμένη στρέβλωση πλήττει όχι μόνο την αγορά των ΑΠΕ, αλλά και τους καταναλωτές. Διότι, ενώ η χονδρική τιμή έχει «καρτερεύσει» από τα επίπεδα των 120 και 150 €/ ΜWh στα οποία βρισκόταν τις ημέρες της απεργίας, ο καταναλωτής δεν έχει δει καμία θετική επίπτωση στα τιμολόγια του. Και συνεχίζει να αγοράζει ρεύμα προς 110-160 ευρώ/ MWh (τιμολόγια ΔΕΗ). Πρόκειται για ένα θέμα που είχε απασχολήσει και την προκάτοχο του κ. Παπακωσταντίνου, Τίνα Μπιρμπίλη, η οποία μάλιστα είχε ξεκινήσει να εξετάζει ένα μηχανισμό σύνδεσης της τιμής χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος με τα τιμολόγια λιανικής της ΔΕΗ. Ένα μηχανισμό, που θα μετακυλύει στον καταναλωτή τις μειώσεις του κόστους όταν αυτό πέφτει, και θα «φρενάρει» τις αυξήσεις όταν αυτό ανεβαίνει (κάτι σαν μια εξελιγμένη ρήτρα καυσίμου). Με βάση τους τότε σχεδιασμούς του υπουργείου, ένα τέτοιο σύστημα, εκτός από οφέλη για τους καταναλωτές, θα μείωνε και το έλλειμμα του ΔΕΣΜΗΕ, ο οποίος σήμερα πληρώνεται, για παράδειγμα από τη ΔΕΗ για κάθε MWh που εκείνη αγοράζει σε μια τιμή από 39-74 ευρώ, αλλά είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τη MWh στους παραγωγούς ΑΠΕ, π.χ. της αιολικής ενέργειας, προς 87,85 ευρώ.
Στα πλάνα μάλιστα της προκατόχου του κ. Παπακωσταντίνου ήταν να παρουσιάσει το μηχανισμό αυτό, μαζί με το ενεργειακό νομοσχέδιο για την προσαρμογή της Ελλάδας στο 3ο ενεργειακό πακέτο, ωστόσο οι ραγδαίες εξελίξεις που έφερε το μεσοπρόθεσμο, περιπλέκοντας το τι θα γίνει με την αγορά λιγνίτη, τα δίκτυα ηλεκτρισμού και τη ΔΕΗ, πήγαν πίσω ολόκληρο το σχεδιασμό, μεταξύ των άλλων και το συγκεκριμένο σχέδιο.
Σοβαρό το ενδεχόμενο να μην επιτευχθούν οι στόχοι…
Πέραν των στρεβλώσεων γύρω από το ειδικό Τέλος ΑΠΕ, η μελέτη του ΙΟΒΕ καταλήγει σε μια σειρά από ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την αγορά των ΑΠΕ.
Το κυριότερο εξ' αυτών, είναι ότι για την επίτευξη του εθνικού στόχου του «20-20-20» απαιτούνται 9,1 GW νέας ισχύος ως το 2020, δηλαδή 9.100 MW. Δηλαδή, χρειάζεται να εγκαθίστανται κατά μέσον όσο κάθε χρόνο 910 πράσινα MW, ποσότητα που με τους σημερινούς τουλάχιστον ρυθμούς δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί.
«Το ενδεχόμενο να μην πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες επενδύσεις στις Α.Π.Ε. είναι πολύ σοβαρό, εφόσον η κρατική μηχανή συνεχίσει να λειτουργεί αναποτελεσματικά και δεν ενσωματωθεί επαρκώς στις ατομικές και συλλογικές αποφάσεις η μέριμνα για το ευρύτερο συμφέρον. Εάν ακολουθηθεί η πεπατημένη, πολύ πιθανόν να μην επιτευχθούν οι στόχοι και οι ωφέλειες για την οικονομία», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Σημειωτέον ότι στο πλαίσιο της μελέτης αναπτύχθηκαν συνολικά έξι σενάρια, τα οποία διαφέρουν ως προς την έκταση της διασύνδεσης του συστήματος (μόνο Κυκλάδες, Βόρειο Αιγαίο ή όλα τα νησιά), τις επιπλέον δυνατότητες αντλησιοταμίευσης (0, 365 MW ή 865 MW), τις επιπλέον διεθνείς διασυνδέσεις (0 ή 1 GW), την οικονομική ανάπτυξη (στασιμότητα, επικρατέστερο σενάριο ή υψηλή ανάπτυξη), τις τιμές δικαιωμάτων CO2 (10, 25 ή 35 €/tCO2), τις τιμές φυσικού αερίου, τη διαχρονική εξέλιξη της ζήτησης και την ταχύτητα διείσδυσης των Α.Π.Ε..
http://www.energypress.gr/portal/resource/contentObject/id/a189a145-e061-40f7-88e9-02d17d4a7915
No comments:
Post a Comment