Η αναπόφευκτη μεγάλη αύξηση του τέλους ΑΠΕ, η επιβολή τέλους λιγνίτη, η επίσης μεγάλη αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ και των λοιπών χρεώσεων είναι αποτελέσματα της λανθασμένης πολιτικής που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια για την ενεργειακή αγορά.
Δόθηκαν υπερβολικά γενναιόδωρες εγγυημένες τιμές για τις ΑΠΕ, ιδίως των φωτοβολταϊκών, ενώ παράλληλα έμεινε αμετάβλητο το σύστημα του τέλους ΑΠΕ που θεσπίσθηκε σε παλαιότερη εποχή, όταν οι ΑΠΕ είχαν μικρό μερίδιο. Οι κώδικες για τη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ποτέ δεν εφαρμόσθηκαν όπως είχαν σχεδιασθεί και παρέμεινε σε ισχύ σειρά μεταβατικών ρυθμίσεων.
Ως αποτέλεσμα, η οριακή τιμή συστήματος δεν αντικατοπτρίζει το πραγματικό κόστος της παραγωγής ενέργειας και συνεχίζεται η χειραγώγησή της. Συνεχίζεται πολιτική υπερβολικής κρατικής παρέμβασης για τα τιμολόγια και τις διοικητικά οριζόμενες χρεώσεις, με συνέπεια αναποτελεσματικότητα και χρεώσεις μεγαλύτερες από το ανταγωνιστικό κόστος. Ακολουθήθηκε πολιτική καθυστερήσεων σχετικά με το άνοιγμα της λιγνιτικής παραγωγής στον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα η μόνη αποδεκτή λύση σήμερα να είναι η άνευ όρων πώληση λιγνιτικών μονάδων. Ανακοινώνονται μεγαλεπήβολα σχέδια για τα ηλεκτρικά δίκτυα, τις διασυνδέσεις και άλλες επενδύσεις, χωρίς πολιτική εξασφάλισης των χρηματοδοτικών πόρων.
Η σημερινή κατάσταση στην αγορά ενέργειας είναι πλέον οριακή τόσο για τους καταναλωτές (π. χ. βιομηχανία) όσο και για τις επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης της ΔΕΗ.
Οσο είναι ακόμα καιρός, πρέπει να εγκαταλειφθούν οι αγκυλώσεις και να τεθεί συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα προς μια αγορά που θα βασίζεται στον ανταγωνισμό με μειωμένη κρατική παρέμβαση. Η αποκρατικοποίηση της ΔΕΗ και το άνοιγμα της λιγνιτικής παραγωγής σε τρίτους πρέπει να αποτελέσουν ευκαιρία ώστε να αναπτυχθεί ανταγωνισμός μεταξύ καθετοποιημένων επιχειρήσεων (παραγωγής με ποικιλία ενεργειακών πόρων και λιανικών πωλήσεων), με παράλληλη απορρύθμιση των τιμών και κατάργηση των περισσοτέρων διοικητικά οριζόμενων χρεώσεων.
Ο ρόλος της ΡΑΕ
Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας πρέπει να ασκεί κυρίως ελεγκτική δραστηριότητα σχετικά με την κοστοστρέφεια, παρά δραστηριότητα ρύθμισης χρεώσεων. Οι καθετοποιημένες επιχειρήσεις πρέπει να επωμισθούν την υποχρέωση ανάπτυξης των ΑΠΕ στο χαρτοφυλάκιό τους. Η χονδρεμπορική αγορά, πλαισιωμένη με προθεσμιακά προϊόντα και περισσότερο προσαρμοσμένη στην ευρωπαϊκή πρακτική, πρέπει να λειτουργήσει ανταγωνιστικά ως οικονομική αγορά χωρίς χειραγωγήσεις. Ιδιωτικά κεφάλαια πρέπει να προσελκυσθούν για τα δίκτυα και τις διασυνδέσεις.
Ο χρόνος που απομένει είναι πολύ λίγος. Το 2013 θα εφαρμοσθεί η αγορά των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα σε δημοπρασίες, το 2015 θα εφαρμοσθούν τα νέα μοντέλα αγοράς και το 2020 πρέπει να έχουμε πετύχει τους πολύ φιλόδοξους στόχους για τις ΑΠΕ. Στο πλαίσιο αυτό, θα είναι καταστροφικό να συνεχιστεί η ίδια πολιτική που ακολουθήθηκε μέχρι τώρα.
*Καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο ΕΜΠ, Μέλος Δ.Σ. του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ)
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 21/01/2012)
http://www.energia.gr/article.asp?art_id=53975
Δόθηκαν υπερβολικά γενναιόδωρες εγγυημένες τιμές για τις ΑΠΕ, ιδίως των φωτοβολταϊκών, ενώ παράλληλα έμεινε αμετάβλητο το σύστημα του τέλους ΑΠΕ που θεσπίσθηκε σε παλαιότερη εποχή, όταν οι ΑΠΕ είχαν μικρό μερίδιο. Οι κώδικες για τη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ποτέ δεν εφαρμόσθηκαν όπως είχαν σχεδιασθεί και παρέμεινε σε ισχύ σειρά μεταβατικών ρυθμίσεων.
Ως αποτέλεσμα, η οριακή τιμή συστήματος δεν αντικατοπτρίζει το πραγματικό κόστος της παραγωγής ενέργειας και συνεχίζεται η χειραγώγησή της. Συνεχίζεται πολιτική υπερβολικής κρατικής παρέμβασης για τα τιμολόγια και τις διοικητικά οριζόμενες χρεώσεις, με συνέπεια αναποτελεσματικότητα και χρεώσεις μεγαλύτερες από το ανταγωνιστικό κόστος. Ακολουθήθηκε πολιτική καθυστερήσεων σχετικά με το άνοιγμα της λιγνιτικής παραγωγής στον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα η μόνη αποδεκτή λύση σήμερα να είναι η άνευ όρων πώληση λιγνιτικών μονάδων. Ανακοινώνονται μεγαλεπήβολα σχέδια για τα ηλεκτρικά δίκτυα, τις διασυνδέσεις και άλλες επενδύσεις, χωρίς πολιτική εξασφάλισης των χρηματοδοτικών πόρων.
Η σημερινή κατάσταση στην αγορά ενέργειας είναι πλέον οριακή τόσο για τους καταναλωτές (π. χ. βιομηχανία) όσο και για τις επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης της ΔΕΗ.
Οσο είναι ακόμα καιρός, πρέπει να εγκαταλειφθούν οι αγκυλώσεις και να τεθεί συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα προς μια αγορά που θα βασίζεται στον ανταγωνισμό με μειωμένη κρατική παρέμβαση. Η αποκρατικοποίηση της ΔΕΗ και το άνοιγμα της λιγνιτικής παραγωγής σε τρίτους πρέπει να αποτελέσουν ευκαιρία ώστε να αναπτυχθεί ανταγωνισμός μεταξύ καθετοποιημένων επιχειρήσεων (παραγωγής με ποικιλία ενεργειακών πόρων και λιανικών πωλήσεων), με παράλληλη απορρύθμιση των τιμών και κατάργηση των περισσοτέρων διοικητικά οριζόμενων χρεώσεων.
Ο ρόλος της ΡΑΕ
Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας πρέπει να ασκεί κυρίως ελεγκτική δραστηριότητα σχετικά με την κοστοστρέφεια, παρά δραστηριότητα ρύθμισης χρεώσεων. Οι καθετοποιημένες επιχειρήσεις πρέπει να επωμισθούν την υποχρέωση ανάπτυξης των ΑΠΕ στο χαρτοφυλάκιό τους. Η χονδρεμπορική αγορά, πλαισιωμένη με προθεσμιακά προϊόντα και περισσότερο προσαρμοσμένη στην ευρωπαϊκή πρακτική, πρέπει να λειτουργήσει ανταγωνιστικά ως οικονομική αγορά χωρίς χειραγωγήσεις. Ιδιωτικά κεφάλαια πρέπει να προσελκυσθούν για τα δίκτυα και τις διασυνδέσεις.
Ο χρόνος που απομένει είναι πολύ λίγος. Το 2013 θα εφαρμοσθεί η αγορά των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα σε δημοπρασίες, το 2015 θα εφαρμοσθούν τα νέα μοντέλα αγοράς και το 2020 πρέπει να έχουμε πετύχει τους πολύ φιλόδοξους στόχους για τις ΑΠΕ. Στο πλαίσιο αυτό, θα είναι καταστροφικό να συνεχιστεί η ίδια πολιτική που ακολουθήθηκε μέχρι τώρα.
*Καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο ΕΜΠ, Μέλος Δ.Σ. του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ)
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 21/01/2012)
http://www.energia.gr/article.asp?art_id=53975
No comments:
Post a Comment