Monday, 25 November 2013

Η Ευρώπη δυσκολεύεται να πιάσει τους στόχους του 20/20/20

Πριν από λίγες ημέρες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Περιβάλλοντος (ΕΕΑ) δημοσίευσε τη νέα της έκθεση για την πρόοδο των ενεργειακών στόχων που έχει θέσει η Ε.Ε. με χρονικό ορίζοντα επίτευξής τους το 2020 και οι διαπιστώσεις της εντείνουν τον προβληματισμό για αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα.

Οι αναλυτές της ΕΕΑ υπογραμμίζουν ότι όλες οι χώρες-μέλη της Ε.Ε., εκτός από τέσσερις, βρίσκονται πολύ πίσω στην εφαρμογή του κλιματικού και ενεργειακού πακέτου που υιοθετήθηκε το 2009 και έγινε ντιρεκτίβα το 2012, και η κρίση σαφώς έχει παίξει τον ρόλο της. Η λιτότητα φαίνεται πως δεν αφήνει περιθώρια, κυρίως στις κυβερνήσεις της περιφέρειας, για πολιτικές κινήτρων που θα επιταχύνουν την ενεργειακή αποτελεσματικότητα, ενώ η αντίσταση κρίσιμων εθνικών βιομηχανιών στα νέα δεδομένα που επιβάλλει η κλιματική αλλαγή (βλέπε αυτοκινητοβιομηχανίες, εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας κ.λπ.) ολοένα εντείνεται.
Πρόκειται για ζητήματα που σίγουρα θα συζητηθούν έντονα στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο του Φεβρουαρίου του επόμενου έτους, όπου θα εξεταστεί η πρόοδος της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, και πιθανότατα θα οδηγήσουν σε σκληρές κόντρες μεταξύ των κρατών-μελών.
 
Άπιαστο όνειρο

Ο τριπλός ευρωπαϊκός ενεργειακός στόχος «20/20/20» (20% μείωση στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, 20% αύξηση του ποσοστού ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές για την κάλυψη των αναγκών της Ευρώπης και 20% περισσότερη αποτελεσματικότητα στην χρήση ενέργειας σε όλη την ΕΕ έως το 2020) δεν μπορεί να επιτευχθεί στο σύνολό του από καμία ευρωπαϊκή χώρα, τονίζει στην μελέτη της η ΕΕΑ. Η Αυστρία, το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και η Ισπανία θα πρέπει να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους για την μείωση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου –ακόμα και με τις πολιτικές που έχουν δρομολογηθεί δεν αναμένεται να πιάσουν τον επίσημο στόχο- ενώ στο πεδίο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας το Βέλγιο, η Γαλλία, η Λετονία, η Μάλτα, η Βρετανία και η Ολλανδία ήδη απέτυχαν να πιάσουν τους στόχους που είχαν τεθεί για την διετία 2011-12.
 
Ατμοσφαιρικοί ρύποι

Σε συνολικό ευρωπαϊκό επίπεδο, το πρώτο ζητούμενο που είναι η μείωση της εκπομπής ατμοσφαιρικών ρύπων, βρίσκεται πολύ κοντά στην επίτευξή του (μεταξύ του 1990 και του 2012 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 18%). «Η Ε.Ε. είναι πολύ κοντά στον στόχο της και, μάλιστα, αναμένεται να τον πετύχει πολύ πριν το 2020» αναφέρεται στην έκθεση. Σε ό, τι αφορά την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές υπάρχει επίσης σημαντική πρόοδος. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κάλυπταν το 13% της ενεργειακής κατανάλωσης στην ΕΕ το 2011, ενώ το ποσοστό τους αναμένεται να αυξηθεί στο 20% έως το 2020. Ο τρίτος στόχος της ενεργειακής αποτελεσματικότητας που αφορά σαφώς και τα κτίρια, φαίνεται ότι είναι και ο πιο δύσκολος στην επίτευξή του.
Στις αρχές του περασμένου μήνα ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Χέρμαν Βαν Ρομπάϊ, υπογράμμιζε σε ομιλία του ότι «η ανακαίνιση των παλιών κτιρίων είναι επιτακτική καθώς το 90% αυτών θα παραμείνει», ενώ δεν παρέλειψε να τονίσει την προσδοκία του για την δημιουργία δύο εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας έως το 2020 στο πλαίσιο της ενεργειακής αναβάθμισης των παλιών κτιρίων. Αλλά εδώ και μήνες γίνεται ξεκάθαρο πως ο τρίτος πυλώνας του ευρωπαϊκού ενεργειακού στόχου δεν αποτελεί την μοναδική πρόκληση για την ΕΕ και τα κράτη-μέλη της. Η παρατεταμένη οικονομική ύφεση έχει σοβαρές παρενέργειες και στον δεύτερο πυλώνα.
 
Το γερμανικό δράμα

Η Γερμανία αποτελεί το χαρακτηριστικότερο, ίσως, παράδειγμα του πόσο προβληματική μπορεί να γίνει η λεγόμενη «ενεργειακή μεταμόρφωση». Τα τελευταία χρόνια –και ακόμα περισσότερο μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία που ήταν η αφορμή για να εγκαταλειφθεί τελείως η χρήση της φθηνής πυρηνικής ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρισμού στην Γερμανία – το Βερολίνο υποστήριξε σθεναρά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Μπορεί και περισσότερο από όσο μπορούσε να αντέξει η χώρα, όπως επισημαίνουν χιουμοριστικά ορισμένοι αναλυτές.
Η γερμανική κυβέρνηση παρείχε γενναίες επιδοτήσεις για την ανάπτυξη της αιολικής και της ηλιακής βιομηχανίας, αλλά και της βιομηχανία της βιομάζας, επιτρέποντας απρόσκοπτη πρόσβαση στα συγκεκριμένα δίκτυα και χορηγώντας σταθερές τιμές στους παραγωγούς πράσινης ενέργειας. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, τα εργοστάσια ενέργειας από τον άνεμο και τον ήλιο διπλασιάστηκαν. Αλλά μαζί με αυτά, ανέβηκαν και οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος.
Κατά την προεκλογική περίοδο στην Γερμανία το ένα κόμμα κατηγορούσε το άλλο για το ποιος ευθύνεται για το δράμα της «καυτής» ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η καγκελάριος Ανγκέλα Μέρκελ και οι υπουργοί της έστρεφαν την συζήτηση από το ειδικό στο γενικότερο θέμα της ενεργειακής μεταμόρφωσης. Σε ειδική έκθεση που δημοσιεύθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου από την Επιτροπή Μονοπωλίου, η οποία συστάθηκε από την γερμανική κυβέρνηση, και με τίτλο «Ανταγωνισμός στην εποχή της ενεργειακής μεταμόρφωσης», αναφέρεται χαρακτηριστικά πως  το «ισχύον σύστημα επιβραβεύει τα μη αποτελεσματικά εργοστάσια, δεν συμβάλλει σε τίποτα στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, απειλεί την παροχή ενέργειας και θέτει τους φτωχούς σε μειονεκτική θέση». Συμπέρασμα: Απαιτείται επείγουσα αλλαγή ολόκληρου του συστήματος.
 
«Η φτώχεια των βολτ»

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της γερμανικής κυβέρνησης, το κόστος του «πράσινου ηλεκτρισμού» στους λογαριασμούς ανεβαίνει και από τα 5,3 λεπτά ανά κιλοβατώρα  κυμαίνεται στα 6,2-6,5 λεπτά. Πρόκειται για μια αύξηση της τάξης του 20%, η οποία προστίθεται στα ήδη ανεβασμένα συνολικά ενεργειακά κόστη στην Ευρώπη. Φυσικά, οι μισθοί και οι συντάξεις στην εποχή της λιτότητας δεν αναπροσαρμόζονται στα υψηλά ενεργειακά κόστη και ήδη στην Γερμανία, την «οικονομία-μηχανή» της ευρωζώνης, κάθε χρόνο μένουν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα λόγω απλήρωτων λογαριασμών περισσότερα από 300.000 νοικοκυριά.  Κοινωνικοί οργανισμοί και φιλανθρωπικές οργανώσεις μιλούν πια για την «φτώχεια της τάσης του ηλεκτρικού ρεύματος» (voltage poverty).
Το γερμανικό μοντέλο της ενεργειακής μεταμόρφωσης μοιάζει ανίκανο να βρει τις σωστές ισορροπίες. Το γεγονός δε, ότι τα ηλιακά πάνελ και οι ανεμογεννήτριες άλλες φορές παράγουν πολλή ενέργεια και άλλες φορές ελάχιστη εξαιτίας των καιρικών συνθηκών, οδηγεί συχνά σε μεγαλύτερη κατανάλωση των συμβατικών ορυκτών καυσίμων. Αρκεί να σημειωθεί ότι τον πρώτο χρόνο της ενεργειακής μετάβασης, δηλαδή το 2012, μπορεί το 10,2% της ενέργειας να προήλθε στην Γερμανία από ανανεώσιμες πηγές, αλλά παράλληλα η παραγωγή ηλεκτρισμού από λιγνίτη και άνθρακα αυξήθηκε κατά 5%.
Καθότι, ειδικά στην Γερμανία, σημαντικό κομμάτι του πλούτου, της ανάπτυξης και της απασχόλησης βασίζεται σε βιομηχανίες με μεγάλη κατανάλωση ενέργειας, το υψηλό ενεργειακό κόστος έχει γίνει «κόκκινο πανί» για τις τελευταίες αλλά και ένα εξαιρετικό εργαλείο πίεσης προς τις κυβερνήσεις ώστε να μην προχωρήσουν σημαντικά κομμάτια της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής. Το Βερολίνο, για παράδειγμα, μπλοκάρει συστηματικά την εφαρμογή των σχεδίων που αφορούν στην ενεργειακή αποτελεσματικότητα των οχημάτων, προστατεύοντας έτσι τα συμφέροντα των κορυφαίων γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, αδυνατεί να δώσει μια καλή λύση αφενός μεν στις υπερχρεωμένες εταιρίες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος που μετά το κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων παλεύουν να επιβιώσουν και ανεβάζουν τα κόστη, αφετέρου στις υπόλοιπες βιομηχανίες που επιμένουν ότι υποσκάπτεται η ανταγωνιστικότητά τους. Αναλυτές τονίζουν ότι η Γερμανία χρειάζεται να προχωρήσει  στην εφαρμογή μιας νέας πολιτικής προκειμένου να έχει επιτυχία η ενεργειακή της μεταμόρφωση και να λειτουργήσει ως παράδειγμα και για άλλες χώρες-μέλη.

http://www.energypress.gr/news/H-Eyrwph-dyskoleyetai-na-piasei-toys-stohoys-toy-20-20-20

No comments: